Ο αυτεπάγγελτος συμψηφισμός οφειλών του δημοσίου με μη ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο
Το δικαίωμα του Δημοσίου να αποφασίζει αυτεπαγγέλτως το συμψηφισμό βεβαιωμένων και εκκαθαρισμένων χρηματικών απαιτήσεων οφειλετών του με βεβαιωμένες από το ίδιο απαιτήσεις του κατ' αυτών, μέχρι το ύψος που αυτές καλύπτονται, καθιερώθηκε ήδη από το έτος 1974 με το άρθρο 83 του ΚΕΔΕ (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων), για λόγους έγκαιρης είσπραξης των δημόσιων εσόδων, οικονομίας χρόνου και δαπάνης, καθώς και αποφυγής των δυσμενών συνεπειών της αφερεγγυότητας των οφειλετών του Δημοσίου.
Έκτοτε, και πριν, δηλαδή, αυτό προβλεφθεί ρητά με την επ' ολίγον ισχύσασα διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ (άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 3888/2010), αναγνωρίζεται η δυνατότητα αυτεπάγγελτου συμψηφισμού εκ μέρους του Δημοσίου και χρεών οφειλετών του που δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα κατά την έννοια του ΚΕΔΕ, δηλαδή, χρεών που δεν έχουν βεβαιωθεί ταμειακώς, οπότε και καθίστανται αυτά εισπρακτέα με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Τούτο διότι με το συμψηφισμό δεν διενεργείται αναγκαστική εκτέλεση προς είσπραξη των απαιτήσεων που απορρέουν από τους οικείους νόμιμους τίτλους, αλλά αποσβένονται οι εκατέρωθεν απαιτήσεις με συνυπολογισμό, που υποκαθιστά την καταβολή των οφειλών.
Για το συμψηφισμό αρκεί οι εκατέρωθεν απαιτήσεις να είναι βέβαιες και εκκαθαρισμένες, δηλαδή να μην υπόκεινται σε αμφισβήτηση, και να είναι προσδιορισμένες κατά το ποσό και την αιτία τους, να αποδεικνύονται δε με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις ή δημόσια έγγραφα. (Πρβλ. ΣτΕ 1877/2009 7μ., 2244/2009, 2006/2001, 2864/1996, 1555/1996, 3144/1994, 3490-1/1992, 3169/1992 7μ., 3328-9/1991.) Δεδομένου δε ότι, κατά τις πάγιες διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρο 441), τα αποτελέσματα του συμψηφισμού επέρχονται στο χρόνο συναντήσεως των αμοιβαίων απαιτήσεων, επιτρέπεται η επιβολή του και σε σχέση με τις μη ληξιπρόθεσμες δόσεις βεβαιωμένων ήδη χρεών που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση και συνιστούν εξ ορισμού βέβαιες και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις του Δημοσίου, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι θα συνυπολογιστούν, κατά το συμψηφισμό, οι εκπτώσεις που τυχόν δικαιούται ο εκάστοτε οφειλέτης από την πρόωρη εξόφληση του συνόλου της οφειλής του (πρβλ. ΣτΕ 137/1993 7μ.).
Η δυνατότητα αυτεπάγγελτου συμψηφισμού και επί μη ληξιπρόθεσμων οφειλών ή μη ληξιπρόθεσμων δόσεων ρυθμισμένων οφειλών, στοιχούσα και προς γενική αρχή για την απόσβεση των ενοχών (βλ. άρθρο 445 ΑΚ), δεν ανατρέπει την εμπιστοσύνη που επέδειξαν οι οφειλέτες του Δημοσίου στη χαριστική προθεσμία που τους χορηγήθηκε για την εξόφληση των οφειλών τους μέσω της τμηματικής καταβολής, διότι, όπως προαναφέρθηκε, ο αυτεπάγγελτος συμψηφισμός δεν απαιτεί την καταβολή χρέους, αλλά μόνο το συνυπολογισμό βέβαιων και εκκαθαρισμένων απαιτήσεων.
Επομένως, το άρθρο 83 του ΚΕΔΕ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του ν. 3943/2011, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα.
Κατά μία άλλη άποψη όμως η εξουσία του Δημοσίου να επιβάλλει αυτεπαγγέλτως το συμψηφισμό επί μη ληξιπρόθεσμων χρεών, ειδικότερα δε, επί μη ληξιπρόθεσμων δόσεων οφειλών που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση, προσκρούει στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την οικονομική ελευθερία και το δικαίωμα του κάθε πολίτη να προγραμματίζει την οικονομική δραστηριότητα δείχνοντας εμπιστοσύνη στις αποφάσεις που λαμβάνει κάθε φορά η Διοίκηση και τον αφορούν, οι οποίες δεν δύνανται να ανατρέπονται μονομερώς από τη Διοίκηση, λόγω μεταβολής του τρόπου δράσης της.
Ενόψει της ως άνω ρητώς προβλεπόμενης δυνατότητας αυτεπάγγελτου συμψηφισμού και μη ληξιπρόθεσμων, κατά την έννοια του ΚΕΔΕ, χρεών, δεν είναι υποχρεωτική, για την εφαρμογή του κανόνα του άρ. 83 του ΚΕΔΕ, η προηγούμενη έκδοση υπουργικής απόφασης για τον καθορισμό των προϋποθέσεων και της διαδικασίας εξαίρεσης από τον αυτεπάγγελτο συμψηφισμό χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη με βεβαιωμένα αλλά μη ληξιπρόθεσμα χρέη του προς το Δημόσιο. Η υπουργική αυτή απόφαση, η πρόβλεψη, μάλιστα, έκδοσης της οποίας επιβεβαιώνει τον κανόνα της δυνατότητας αυτεπάγγελτου συμψηφισμού και μη ληξιπρόθεσμων χρεών, θα έχει ως συνέπεια, όταν εκδοθεί, να εξαιρούνται, τότε μόνον, από τον αυτεπάγγελτο συμψηφισμό όσες κατηγορίες βεβαιωμένων αλλά μη ληξιπρόθεσμων χρεών περιληφθούν σ' αυτήν.