Skip to main content

Ποιοι μπορούν να υπαχθούν στο νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά;

Divider

Για τη δυνατότητα υπαγωγής στο νόμο θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι κάτωθι πέντε προϋποθέσεις:

1) Να είναι ο αιτών φυσικό πρόσωπο. Νομικά πρόσωπα, δηλαδή εταιρίες, ιδρύματα και συνεταιρισμοί δεν μπορούν να υπαχθούν στο νόμο.

2) Να μην έχει ο αιτών πτωχευτική ικανότητα. Σύμφωνα με τον Πτωχευτικό Κώδικα, πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι και κατά το Βασιλικό Διάταγμα 19-4/1835, έμποροι είναι όσοι μετέρχονται εμπορικές πράξεις και κύριο επάγγελμα έχουν την εμπορία. Στο ίδιο Βασιλικό Διάταγμα ορίζονται και ποιες ακριβώς θεωρούνται εμπορικές πράξεις. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι πτωχευτική ικανότητα δεν έχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι συνταξιούχοι, οι εργάτες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι άνεργοι.

Μπορεί όμως ακόμη και κάποιος, που ανήκει σε αυτές τις ομάδες, όπως π.χ. συνταξιούχος, να αποκτήσει την εμπορική ιδιότητα, εάν μετέρχεται κατ' επάγγελμα εμπορικές πράξεις. Λόγου χάρη, εάν συνταξιούχος του ΟΑΕΕ, πρώην ιδιοκτήτης φροντιστηρίου, εξακολουθεί να διαχειρίζεται το φροντιστήριό του και ως συνταξιούχος, αφού έθεσε εικονικά ως ιδιοκτήτη έναν καθηγητή, πρώην υπάλληλό του στο φροντιστήριο, τότε εξακολουθεί η εμπορική του ιδιότητα να συντρέχει με την ιδιότητα του συνταξιούχου, που απέκτησε μεταγενέστερα. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή, την εμπορική ιδιότητα έχουν τόσο ο εμφανής έμπορος (ο νέος ιδιοκτήτης του φροντιστηρίου – πρώην υπάλληλος), όσο και ο αφανής (ο πρώην ιδιοκτήτης του φροντιστηρίου – νυν συνταξιούχος).

Η κρίση του Δικαστηρίου για το ποιος έχει εμπορική ιδιότητα πρέπει να είναι ανεξάρτητη από το αν αυτός χαρακτηρίζεται έμπορος φορολογικά, αν και σε αυτό το θέμα έχουν εκδοθεί αντιφατικές αποφάσεις. Έχει δηλαδή κριθεί, εσφαλμένα κατά τη γνώμη μας, με δικαστική απόφαση σε υπόθεση υπερχρεωμένων νοικοκυριών, ότι τεχνίτης που τοποθετεί μάρμαρα, χωρίς να τα εμπορεύεται ή να έχει άλλους τεχνίτες ως υπαλλήλους, είναι έμπορος, επειδή δεν ανήκει στη στενή ομάδα των ελεύθερων επαγγελματιών, που αναφέρονται περιοριστικά στην οικεία φορολογική νομοθεσία (δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, λογιστές, ιατροί, μηχανικοί, αρχιτέκτονες κ.α.). Όμως η ιδιότητα του εμπόρου θα πρέπει να κρίνεται αυστηρά με βάση το ΒΔ 19-4/1935 και όχι με βάση άλλα κριτήρια και αυτή ευτυχώς είναι η άποψη την οποία ασπάζεται και η πρόσφατη νομολογία.

Πάντως, κάθε περίπτωση αιτούντος είναι διαφορετική και ως τέτοια πρέπει να αξιολογείται και να μην γίνονται γενικεύσεις ως προς το ποιος πρέπει να θεωρείται έμπορος ή όχι. Πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα. Λόγου χάρη, ακόμη και λογιστής, ο οποίος θεωρείται φορολογικά ελεύθερος επαγγελματίας, μπορεί να αποκτήσει την εμπορική ιδιότητα εάν διατηρεί λογιστικό γραφείο έχοντας ως προσωπικό άλλους λογιστές με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, επειδή η διαμεσολάβηση στην εργασία τρίτων προσδίδει σε ένα πρόσωπο εμπορική ιδιότητα, εφόσον βέβαια γίνεται κατ' επάγγελμα.

Ιδιαίτερα κατά τη συζήτηση των αιτήσεων για ρύθμιση και απαλλαγή από τις οφειλές στα Ειρηνοδικεία, συνιστά πάγια τακτική των τραπεζών να προβάλλουν ενστάσεις, όταν ο αιτών είναι ελεύθερος επαγγελματίας ή υπάρχει υποψία άσκησης εμπορικών πράξεων από τον αιτούντα περιστασιακά, προκειμένου να θεωρηθεί αυτός από το Δικαστήριο έμπορος και να απορριφθεί η αίτησή του.

Για τους ανωτέρω λόγους πρέπει, εάν ο αιτών είναι ελεύθερος επαγγελματίας, να δίδεται από το δικηγόρο που θα συντάξει το δικόγραφο ιδιαίτερη έμφαση στην επισήμανση ότι δεν μετέρχεται αυτός εμπορικές πράξεις κατά κύριο επάγγελμα, προκειμένου να προλάβει τις ενστάσεις των τραπεζών, που σίγουρα θα προβληθούν κατά τη συζήτηση της αίτησης στο ακροατήριο.

Έχει κριθεί νομολογιακά ότι στο νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά μπορούν να υπαχθούν και οι μικροέμποροι. Μικροέμποροι θεωρούνται όσοι μετέρχονται κατ' επάγγελμα εμπορικές πράξεις, όμως με μικρότερη ένταση, ρίσκο και αποκόμιση εισοδήματος. Λόγου χάρη, μικροέμποροι θεωρούνται ο ιδιοκτήτης καντίνας ή περιπτέρου, ο ψιλικατζής, ο πλανόδιος πωλητής.

Ένα ασφαλέστερο κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του εμπόρου ως "μικροεμπόρου" και την υπαγωγή του εν τέλει στο νόμο Κατσέλη, είναι το εισόδημά του από την εργασία του να προέρχεται κυρίως από τη σωματική του καταπόνηση και όχι από την άσκηση εμπορικών πράξεων, που περιέχουν ρίσκο.

Επιπλέον, απλά και μόνο η συμμετοχή κάποιου ως εταίρου σε ομόρρυθμη εταιρία έχει κριθεί νομολογιακά ότι δεν του προσδίδει de facto την εμπορική ιδιότητα, εφόσον το κέρδος του από τη δραστηριότητά του αυτή προέρχεται από το σωματικό του κόπο και όχι από κερδοσκοπικούς συνδυασμούς. Στην περίπτωση αυτή συνεκτιμάται και το ύψος των εσόδων, που είχε κάποιος από τη συμμετοχή του στην ομόρρυθμη εταιρία και ειδικότερα τα έσοδα θα πρέπει να μην εμφανίζονται ως προϊόν ριψοκίνδυνης εμπορικής διαμεσολάβησης με ανάληψη αυξημένου ρίσκου ή επένδυσης σημαντικών κεφαλαίων.

3) Να έχει περιέλθει ο αιτών σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών. Μόνιμη αδυναμία πληρωμών, σημαίνει ο αιτών να έχει έλλειψη ρευστότητας, που να καθιστά την ικανοποίηση των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων των πιστωτών του αδύνατη.

4) Κατά την άποψη που έχει επικρατήσει, η αδυναμία πληρωμών πρέπει να είναι και γενική, δηλαδή να μην μπορεί ο οφειλέτης να ικανοποιήσει το μεγαλύτερο ή το σπουδαιότερο μέρος των οφειλών προς τους δανειστές του. Σωστή είναι επίσης και η άποψη κατά την οποία ο οφειλέτης βρίσκεται σε γενική αδυναμία πληρωμών, εάν αντεπεξέρχεται μεν στις δανειακές του υποχρεώσεις, όμως χωρίς να εξασφαλίζει ένα ελάχιστο στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης γι' αυτόν και την οικογένειά του. Υποστηρίζεται επίσης ότι για να αποδεικνύεται ευχερέστερα η γενικότητα της αδυναμίας πληρωμής, θα πρέπει, κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης, τουλάχιστον μία από τις οφειλές να είναι ληξιπρόθεσμη, αν και στη ρύθμιση υπάγονται εν τέλει όλες οι οφειλές, ληξιπρόθεσμες και μη. Άλλωστε, κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης στο Δικαστήριο, ακόμη και οι μη ληξιπρόθεσμες οφειλές, θεωρούνται ληξιπρόθεσμες «κατά πλάσμα δικαίου».

5) Να έχει περιέλθει ο αιτών σε μόνιμη γενική αδυναμία πληρωμών χωρίς δόλο. Η νομολογία δέχεται ότι η αμελής συμπεριφορά του οφειλέτη κατά την ανάληψη των δανείων δεν είναι απαγορευτική για την υπαγωγή του στο νόμο. Αρκεί να μην έχει ο οφειλέτης δόλο, έστω και ενδεχόμενο. Ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο οφειλέτης κατά την ανάληψη των δανειακών του υποχρεώσεων προβλέπει μεν ως δυνατή την πιθανότητα να μην μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτές και αποδέχεται την πιθανότητα αυτή, χωρίς να προβαίνει σε κάποια ενέργεια για να την αποτρέψει.

Έχει κριθεί επίσης νομολογιακά ότι δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη δανειακής υποχρεώσεως, της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής, αλλά απαιτείται και η από τον δανειολήπτη πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας από τους πιστωτές. Είναι σύνηθες μάλιστα οι ένσταση του δόλου, που προβάλλουν οι τράπεζες στο Δικαστήριο, να απορρίπτεται ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Αυτό συμβαίνει διότι δεν μπορούν να εξειδικεύσουν με την ένσταση τις συγκεκριμένες ενέργειες, με τις οποίες φέρεται ο δανειολήπτης ότι απέκρυψε από αυτές την οικονομική του κατάσταση και το σύνολο των δανειακών του υποχρεώσεων, προκειμένου να τύχει περαιτέρω δανεισμού. Αντίθετα, οι τράπεζες έχουν την δυνατότητα, εκτός από την έρευνα των οικονομικών στοιχείων του αιτουμένου το δάνειο, μέσω εκκαθαριστικού σημειώματος ή βεβαίωσης αποδοχών, να διαπιστώσουν και τις τυχόν δανειακές του υποχρεώσεις σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα και την εν γένει οικονομική του συμπεριφορά (ύπαρξη ακάλυπτων επιταγών, κατασχέσεων κλπ.), μέσω του συστήματος «Τειρεσίας».