88/2012 ΜΠρΘεσ: Εκμίσθωση κοινού πράγματος. Η διοίκηση του κοινού πράγματος καθορίζεται από την πλειοψηφία των κοινωνών.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 789 ΑΚ, με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών μπορεί να καθοριστεί ο τρόπος της τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης που αρμόζει στο κοινό αντικείμενο. Η πλειοψηφία υπολογίζεται με βάση το μέγεθος των μερίδων. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, η απόφαση κάθε κοινωνού αφορά μόνον τη μερίδα του, η δε πλειοψηφία σχηματίζεται από το άθροισμα των επιμέρους μερίδων (ΑΠ 212/2003 ΕλλΔνη 45. 466). Ενόψει τούτων και εφόσον η αποφασίζουσα πλειοψηφία νοείται κατά μερίδες και όχι κατά κεφαλές, στην περίπτωση που υπάρχουν μόνο δύο συγκύριοι, πλειοψηφία νοείται ο ένας εάν έχει μεγαλύτερη μερίδα. Προς λήψη της απόφασης γενικώς, αλλά και στην περίπτωση αυτή (που έχει την πλειοψηφία ο ένας εκ των δύο συγκυρίων), δεν απαιτείται συντεταγμένη σύσκεψη πάντων των κοινωνών ούτε κάποια άλλη διατύπωση, αλλά αρκεί η υπό μόνον του πλειοψηφούντος κοινωνού διενέργεια της σχετικής διαχειριστικής πράξεως. Η απόφασή του αυτή, κατ' ενάσκηση του δικαιώματος του, δεν συνιστά αδικοπραξία (ΕφΑΘ 2657/1996 ΕλλΔνη 37. 1642). Εξάλλου από το συνδυασμό των άρθρων 725 έως 729 του ΑΚ προκύπτει ότι η πλειοψηφία των κοινωνών μπορεί με απόφαση της, που λαμβάνεται ως προεκτέθηκε, κατά το μέγεθος των μερίδων, να καθορίζει τον τρόπο διοικήσεως, χρησιμοποιήσεως και εκμεταλλεύσεως του κοινού, να διορίζει διαχειριστή αυτού και να προσδιορίζει τις εξουσίες που του παρέχονται, υπό τους περιορισμούς των άρθρων 789, 790 και 729 ΑΚ. Οι διατάξεις αυτές απαγορεύουν στην πλειοψηφία τον καθορισμό τρόπου διοικήσεως και εκμεταλλεύσεως του κοινού, ο οποίος είναι ασυμβίβαστος με τη φύση και τον προορισμό του και με τους κανόνες της επιμελούς και επ' ωφελεία όλων των κοινωνών διαχειρίσεως ή συνεπάγεται ουσιώδη μεταβολή του κοινού ή δυσανάλογη δαπανηρή προσθήκη σε αυτό ή αποστερεί κάποιον από τους κοινωνούς καθόλου ή εν μέρει της προσήκουσας αναλογίας επί των ωφελημάτων του κοινού πράγματος. Η μη συμμόρφωση προς τους περιορισμούς αυτούς καθιστά άκυρη και ανίσχυρη την απόφαση της πλειοψηφίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ. Απόφαση δε των κοινωνών, η οποία δεν συνιστά παραβίαση των πιο πάνω περιορισμών, μπορεί να αποκρουσθεί από τη μειοψηφία ως καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, όταν εξαιτίας ορισμένων γεγονότων, που έχουν σχέση με την ίδια την απόφαση της πλειοψηφίας, η άσκηση του δικαιώματος που εμπεριέχεται σ' αυτήν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΑΠ 212/2003 ό.π.). Εκ των ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι, σε περίπτωση που η πλειοψηφία, ενασκώντας το δικαίωμα της προβεί σε χρήση του κοινού αστικού ακινήτου (κατοικία), πράξη που υπάγεται στην τακτική διοίκηση και εκμετάλλευση κατά την έννοια του άρθρου 789 ΑΚ (ΕφΑΘ 4916/1999 ΕλλΔνη 41. 183), οι υπόλοιποι συγκύριοι που αποτελούν τη μειοψηφία έχουν δικαίωμα να προσβάλουν την απόφαση της πλειοψηφίας για ακυρότητα μόνον όταν η απόφαση της πλειοψηφίας εξέρχεται από το οριοθετούμενο από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 789 ΑΚ πλαίσιο των κανόνων, που πρέπει να διέπουν την τακτική διοίκηση και εκμετάλλευση του κοινού και δεν διασφαλίζει τα συμφέροντα όλων των κοινωνών, οπότε είναι παράνομη ή καταχρηστική, με τον ισχυρισμό ότι ο τρόπος της εκμετάλλευσης που αποφασίσθηκε από την πλειοψηφία δεν είναι προσήκων γιατί έρχεται σε αντίθεση με την καλή πίστη και θίγει τα δικαιολογημένα συμφέροντα των υπολοίπων κοινωνών των οποίων δεν λήφθηκε η γνώμη και δεν ακούστηκαν, και ότι η ληφθείσα απόφαση της πλειοψηφίας δεν είναι σύμφωνη με τη φύση και τον προορισμό του κοινού πράγματος και τους κανόνες της τακτικής διαχειρίσεως και εκμεταλλεύσεως για ωφέλεια όλων των κοινωνών. Η σχετική αγωγή της μειοψηφίας για ακυρότητα της απόφασης και για τον καθορισμό από το δικαστήριο του προτεινόμενου από αυτή σαν προσήκοντος τρόπου τακτικής εκμετάλλευσης εισάγεται και εκδικάζεται από το αρμόδιο δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία (ΕφΑΘ 13433/1987 ΕλλΔνη 30. 346). Αρμόδιο δε δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, επειδή το αντικείμενο της εν λόγω δίκης δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα (αρθρ. 18 § 1 ΚΠολΔ, βλ. και Εφ Αθ 4857/99 ΔΕΕ 1999. 873, ΕφΑΘ 9314/1996 ΕλλΔνη 38.1654).
Κατά το άρθρο 790 ΑΚ, αν η διοίκηση και η χρησιμοποίηση κοινού πράγματος δεν καθορίστηκε με κοινή συμφωνία ή με πλειοψηφία, καθένας από τους κοινωνούς έχει δικαίωμα να ζητήσει να την κανονίσει το δικαστήριο με τον τρόπο που είναι ο πιο πρόσφορος και συμφέρει περισσότερο σε όλους τους κοινωνούς. Αν υπάρχει ανάγκη, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει διαχειριστή. Στη διάταξη αυτή δεν καθορίζονται οι τρόποι της διοίκησης με δικαστική απόφαση του κοινού πράγματος και μόνον ενδεικτικώς ορίζεται ο διορισμός διαχειριστή. Η ρύθμιση δε αυτή δεν τείνει στη διάγνωση ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά αποτελεί ρυθμιστική παρέμβαση του δικαστηρίου, η οποία αποσκοπεί στην εξεύρεση, με βάση τις εκάστοτε κρατούσες συνθήκες του προσφορότερου για όλους τους κοινωνούς τρόπου διοικήσεως και χρησιμοποιήσεως του κοινού πράγματος (ΑΠ 1118/1995 ΕλλΔνη 38. 589). Ετσι, το δικαστήριο, στο οποίο μπορεί να προσφύγει κάθε κοινωνός, επικαλούμενος μεταξύ των άλλων και την έλλειψη απόφασης όλων ή της πλειοψηφίας τους (ΑΠ 1769/1998 ΕλλΔνη 32. 92), κανονίζει τη διοίκηση ή χρησιμοποίηση του κοινού κατά τον τρόπο που είναι πιο πρόσφορος και συμφέρει όλους τους κοινωνούς, έχοντας και τη δυνατότητα, για την καλύτερη επιτυχία του κοινού σκοπού των κοινωνών, να διορίσει διαχειριστή, η εξουσία του οποίου, καθοριζόμενη στην απόφαση, περιλαμβάνει κάθε πράξη διοικήσεως και διαχειρίσεως του κοινού, που τείνει στην προς το συμφέρον των κοινωνών εκμετάλλευση, χρησιμοποίηση, κάρπωση και αύξηση της αξίας αυτού, και επομένως και την εκμίσθωση αυτού, ως και την είσπραξη των μισθωμάτων του κοινού πράγματος που είχε εκμισθωθεί πριν από το διορισμό του διαχειριστή (ΕφΑΘ 9314/1996 ΕλλΔνη 38. 1654, ΕφΑΘ 5562/1992 ΕλλΔνη 35. 146). Σε επείγουσες περιπτώσεις ή προς αποτροπή επικειμένου κινδύνου, είναι δυνατή η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, για την προσωρινή ρύθμιση της διοικήσεως του κοινού και κατά συνέπεια και ο διορισμός διαχειριστή μπορεί να επιδιωχθεί με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία εκδικάζεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 682 επ. και 731 επ. ΚΠολΔ, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου που είναι κατά τόπον αρμόδιο και στην περίπτωση που το κοινό πράγμα είναι ακίνητο, της ειδικής (αποκλειστικής) διαδικασίας της τοποθεσίας του κοινού ακινήτου (ΑΠ 283/75 ΝοΒ 29. 1069, ΑΠ 282/72 ΝοΒ 20. 1932, ΕφΑΘ 4188/74 ΝοΒ 27. 998, ΜΠρΑΘ 19275/1995 ΔΕΕ 1996. 268). Στην περίπτωση αυτή στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία μπορεί να έχει ως μοναδικό αίτημα το διορισμό διαχειριστού, διότι πιθανώς αυτός να αποτελεί τον μόνο συμφέροντα τρόπο διοικήσεως του κοινού, μπορεί να αναφέρονται, πλην των οριζομένων στο άρθρο 118 ΚΠολΔ στοιχείων: 1) η ύπαρξη κοινωνίας μεταξύ των διαδίκων, 2) η έλλειψη της αποφάσεως της παμψηφίας ή της πλειοψηφίας, διότι τούτο αποτελεί προϋπόθεση της παραδοχής της αιτήσεως, 3) ο ισχυρισμός ότι ο αιτών διατελεί στη νομή του κοινού, 4) απόδειξη του αιτούντος περί του μάλλον πρόσφορου και προσήκοντος κατά την κρίση του τρόπου διοικήσεως και διαχειρίσεως και 5) ύπαρξη επείγουσας περίπτωσης ή αποτροπή επικείμενου εκ της αναβολής κινδύνου. Ομως διορισμός διαχειριστού κοινού πράγματος γίνεται με δικαστική απόφαση και όταν ακόμη υπάρχει απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών περί του τρόπου διοικήσεως του κοινού πράγματος, και στην προαναφερόμενη περίπτωση που η απόφαση της πλειοψηφίας λόγω αθετήσεως των επιβαλλομένων εκ των άρθρων 789,790 και 792 περιορισμών είναι άκυρη και ανίσχυρη κατά τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, ή αποτελεί κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ κατάχρηση δικαιώματος των πλειοψηφούντων, οπότε, υπαρχούσης επείγουσας περίπτωσης ή ανάγκης αποτροπής αμέσου κινδύνου, δύναται η μειοψηφία, με προσβολή της αποφάσεως της πλειοψηφίας ως νομικώς ανυπάρκτου διά τους ως άνω λόγους, τους οποίους το δικαστήριο, κατ' άρθρο 284 ΚΠολΔ, θα ερευνήσει παρεμπιπτόντως, να ζητήσει όπως προς εξασφάλιση και διατήρηση του δικαιώματος αυτής (μειοψηφίας) διαταχθούν κατά τους ορισμούς των άρθρων 18, 682 § 1, 683 § 1, 684, 686 επ., 731 και 732 ΚΠολΔ, υπό του δικαστηρίου τα ενδεδειγμένα εκάστοτε ασφαλιστικά μέτρα και δη ο προσήκων τρόπος, επ' ωφελεία των κοινωνών, καθορισμού της διοικήσεως του κοινού και ο διορισμός διαχειριστού (ΑΠ 556/1971 ΝοΒ 20. 21, βλ. Τζίφρα, Ασφ. μέτρα, έκδ. 4η, σ. 334, 335, 340, 341). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 682 και 688 ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επιτρέπεται και διατάσσεται σε περίπτωση υπάρξεως επικειμένου κινδύνου, που αποτελεί το επίδικο δικαίωμα ή απαίτηση και προς αποτροπή αυτού ή σε περίπτωση συνδρομής επείγουσας περίπτωσης που επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη δικαστικών προφυλακτικών μέτρων πριν ή κατά τη διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής δίκης (ΜΠρΑΘ 3066/99 Δ 30. 521). Απαιτώντας ο νόμος επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση, εννοεί προδήλως την ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής, η οποία είναι πιεστική και ανεπίδεκτη αναβολής και απαιτεί άμεση ρύθμιση, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτων ή δύσκολα αναστρέψιμων καταστάσεων (βλ. ΜΠρΑΘ 3066/1999 Δ 30. 521, ΜΠρΑΘ 31965/1995 ΑρχΝ 48. 690, ΜΠρΑΘ 22493/1994 ΕλλΔνη 37.707, ΜΠρΑΘ 8650/1991 ΝοΒ 1992. 304, ΜΠρΑΘ 18488/1987 ΝοΒ 30.1254), επείγουσα δε περίπτωση υφίσταται, όταν η ρυθμιστέα σχέση απαιτείται να ρυθμιστεί επειγόντως με δικαστική παρέμβαση, λόγω της ανάγκης για τη γρήγορη απόλαυση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος από μέρους του δικαιούχου, έτσι ώστε, ενόψει και της βραδύτητας της οριστικής επίλυσης της διαφοράς, να μην προξενηθεί ουσιώδης και αναπότρεπτος κίνδυνος και υπάρχει όταν η βλάβη, που απειλείται απ' αυτόν, είναι πολύ κοντά και επικρέμαται στο πράγμα ή τους διαδίκους (βλ. ΜΠρΠειρ 232/1995 Δ 26. 595, ΜΠρΑΘ 8650/1991 ΑρχΝ 43. 363, ΜΠρΑ814720/1989 Δ 21.155, ΜΠρΚ 349/1988 ΕλλΔνη 31. 616). Εξάλλου, κατά το άρθρο 692 § 4 ΚΠολΔ: «Τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή διατήρηση». Με τη διάταξη αυτήν, η ρύθμιση της οποίας υπαγορεύεται από τη φύση της προσωρινής δικαστικής προστασίας, τίθεται απαγορευτικός κανόνας, δεσμευτικός για το δικαστήριο, κατά τον οποίο τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή η διατήρηση, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η με τα ασφαλιστικά μέτρα δημιουργία αμετακλήτων καταστάσεων στις σχέσεις των διαδίκων, έτσι που να ματαιώνεται ο τελικός σκοπός της οριστικής δικαστικής προστασίας, ο κανόνας δε αυτός έχει εφαρμογή και στο ασφαλιστικό μέτρο της ρύθμισης κατάστασης, το οποίο δεν διαφέρει κατά το σκοπό του από τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, αφού και αυτό συνδέεται τελολογικά με κάποιο δικαίωμα που πρέπει να προστατευθεί προσωρινά για την αποτροπή δημιουργίας, ως την περάτωση της κύριας, διαγνωστικής δίκης, αμετακλήτων καταστάσεων, που θα μπορούσαν να ματαιώσουν τον πραγματικό σκοπό της δίκης αυτής. Ο παραπάνω κανόνας του άρθρου 692 § 4 υποχωρεί μόνο στις ακραίες εκείνες περιπτώσεις που πιθανολογείται κίνδυνος σημαντικής προσβολής της αξίας του ανθρώπου, η οποία διασφαλίζεται συνταγματικά, όπως πχ. για την κατεδάφιση ετοιμόρροπου κτίσματος ή τοίχου, αν απειλείται η ζωή ανθρώπου ή βλάβη της υγείας του. Η απόφαση δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων, αποσκοπώντας να αποτρέπει δημιουργία ανεπανόρθωτων κατά κανόνα καταστάσεων, δεν θα πρέπει να δημιουργεί η ίδια ανεπανόρθωτες καταστάσεις (βλ. ΜΠρΘεσ 41417/2008 Αρμ 2009. 1389, ΜΠρΑΘ 27468/1999 ΔΕΝ 55.1337, ΜΠρΠειρ 2524/1999 ΕλλΔνη 40.1627, ΜΠρΑΘ 10691/1998 ΝοΒ 47. 434, ΜΠρΘεσ 2945/1996 ΕλλΔνη 38.177, ΜΠρΠειρ 436/1992 ΕλλΔνη 34. 665, ΜΠρΧαλκ 589/1991 ΕλλΔνη 34. 1396, ΜΠρΘεσ 2370/1990 Αρμ 1990. 456, Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά μέτρα, σ. 50-51, Κ. Μπέη, Ασφαλιστικά μέτρα, σ. 122 επ., Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 692, αριθ. 2).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των ως άνω άρθρων 786, 787 ΑΚ καθώς και των διατάξεων των άρθρων 969 και 962 ΑΚ, προκύπτει ότι στην περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από τον ένα των κοινωνών δικαιούνται οι άλλοι και αν ακόμη δεν πρόβαλαν αξίωση για σύγχρηση και απαιτούν από εκείνον που έκανε αποκλειστική χρήση ανάλογη μερίδα από το όφελος το οποίο από την αιτία αυτή αποκόμισε και συνίσταται προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το οποίο στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης μισθωτική αξία της μερίδας των άλλων κοινωνών, η οποία αποτελεί ωφέλεια, αποδοτέα κατά τις παραπάνω διατάξεις (ΑΠ 440/2000 ΕλλΔνη 41. 162, ΑΠ 1671/1995 ΕλλΔνη 39. 367, ΑΠ 554/1998 ΕλλΔνη 39. 1317, ΜΠρΘεσ 20217/2004 ΤΝΠ-Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αιτούντες με την κρινόμενη αίτησή τους, όπως αυτή διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους και όπως εκτιμάται το περιεχόμενο και το αίτημα της, εκθέτουν ότι έχουν δικαίωμα συγκυριότητας, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, επί του περιγραφομένου σ' αυτήν οικοπέδου με ισόγεια οικία και αποθήκη, ο καθού δε η αίτηση και αδελφός του πρώτου αιτούντα, έχει δικαίωμα συγκυριότητας επ' αυτού, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου ενώ το άλλο 1/4 ανήκει στην μη διάδικο αδελφή τους. Οτι ο καθού τον τελευταίο καιρό προβαίνει σε ενέργειες και επεμβάσεις επί του κοινού ακινήτου, οι οποίες παρακωλύουν την εκ μέρους των αιτούντων σύγχρηση του ακινήτου αλλά ταυτόχρονα θέτουν σε κίνδυνο την υγεία, ασφάλεια και σωματική τους ακεραιότητα. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, το οποίο εκτίθεται εκτενέστερα στην κρινόμενη αίτηση, επικαλούμενοι τη συνδρομή κατεπείγουσας περίπτωσης, ζητούν να καθοριστεί προσωρινά, ως πρόσφορο μέτρο διοίκησης και εκμετάλλευσης του ως άνω επίκοινου ακινήτου ο διορισμός διαχειριστή, ειδικότερα δε ο διορισμός του πρώτου αιτούντα ως διαχειριστή του επίκοινου ακινήτου, να απαγορευθεί στον καθού οποιαδήποτε πράξη προσβολής και παρεμπόδισης της σύνχρησής τους επί του ακινήτου αυτού, να απειληθεί χρηματική ποινή 2.000 € για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί ο καθού η αίτηση στα δικαστικά τους έξοδα. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αίτηση αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθ. 686 επ. του ΚΠολΔ), είναι δε αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη μείζονα σκέψη, στηριζόμενη στις εκεί αναφερόμενες διατάξεις, καθώς και σ' αυτές των άρθρων 176, 731, 732 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Ο καθού η αίτηση, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, που καταχωρήθηκε επί της κρινόμενης με αριθμό κατ. 3990/27.1.2011 αίτησης, λόγω μη τήρησης πρακτικών, αφού κατ' αρχήν συνομολόγησε την συγκυριότητα του στο περιγραφόμενο στην προαναφερόμενη εναντίον κρινόμενη αίτηση ακίνητο κατά ποσοστό 1/4 ή 25%, ισχυρίστηκε ότι ο πρώτος αιτών έχει ποσοστό 75% εξ αδιαιρέτου στο κοινό ακίνητο, που το απέκτησε μετά την κατάθεση της αίτησης, με συνέπεια να μην νομιμοποιείται, ως έχων την πλειοψηφία των μερίδων στην άσκηση της αίτησης. Περαιτέρω, αφού συνομολόγησε ότι ο πρώτος αιτών έχει την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, ισχυρίστηκε ότι την διοίκηση του κοινού ο πρώτος αιτών την ασκεί καταχρηστικά καθώς δεν προβαίνει σε πράξεις συντήρησης και καθαρισμού αυτού, άσκησε σε ανταίτηση με την οποία ζητά να του επιδικαστεί το ποσό των 200 € τον μήνα, σαν αποζημίωση χρήσης, ποσό που αποτελεί το όφελος που αποκόμισε από την χρήση της μερίδας του επί του κοινού ακινήτου, που είναι ίση με την μισθωτική αξία αυτής και να καταδικαστούν οι αντίδικοι του στα δικαστικά του έξοδα. Η ως άνω ανταίτηση, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά (βλ. Π. Τζίφρα, ό.π., σ. 28), είναι νόμιμη, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη μείζονα πρόταση της απόφασης, στηριζόμενη στις εκεί αναφερόμενες διατάξεις, καθώς και σ' αυτές των άρθρων 176, 731, 732 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. του ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενη με την κρινόμενη αίτηση (βλ. άρθ. 246 του ΚΠολΔ).
Πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι, εκ των οποίων ο πρώτος είναι αδελφός και η δεύτερη μητέρα του καθού είχαν κατά την κατάθεση της ένδικης αίτησης δικαίωμα συγκυριότητας, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου ο καθένας επί ενός ακινήτου, το οποίο αποτελεί διακριτό τμήμα, εμβαδού 980 τ.μ., του παλαιού αριθ. 6112 οικοπέδου και ήδη 106, συνολικού εμβαδού 2.710 τ.μ., του 18ου Ο.Τ. του δ.δ. Παρθενίου του Δήμου Χαλκηδόνας νομού Θεσσαλονίκης, μετά της επ' αυτού ισόγειας οικίας, εμβαδού 181 τ.μ. και μιας ισόγειας αποθήκης, εμβαδού 120 τ.μ.. Στην οικία αυτή κατοικεί η δεύτερη αιτούσα από το έτος 1976 μαζί με την οικογένεια του γιου της πρώτου αιτούντα, αποτελούμενη από τη σύζυγο και τα δύο ανήλικα τέκνα του τελευταίου, μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης. Ηδη σήμερα, μετά την κατάθεση της αίτησης και κατά την συζήτηση της ο πρώτος αιτών έχει αποκτήσει με το με αριθ. ....../10.2.2011 συμβόλαιο γονικής παροχής και ....................../5.4.2011 συμβόλαιο δωρεάς της συμβολαιογράφου Θ.Μ., που μεταγράφηκαν νόμιμα από την δεύτερη αιτούσα και από την αδελφή του Μ.Τ. το ποσοστό του 25% της κάθε μίας αντίστοιχα και έτσι σήμερα ο πρώτος αιτών είναι κύριος του 75% εξ αδιαιρέτου του ως άνω κοινού ακινήτου. Το άλλο 25% εξ αδιαιρέτου ανήκει στον καθού η αίτηση-αδελφό του πρώτου αιτούντα. Οπως πιθανολογήθηκε και δεν αμφισβητείται από τον καθού, ο πρώτος αιτών χρησιμοποιεί το ως άνω ακίνητο ήδη από το 1976, έχει ανακαινίσει την παλαιά οικία με δικά του έξοδα και πριν καταστεί κύριος του 75%, όταν δηλαδή ήταν κύριος μόνο του 25% του κοινού ακινήτου, αφού όλοι οι άλλοι συγκύριοι και συγκληρονόμοι αυτού (δεδομένου ότι αυτοί το απέκτησαν από κληρονομιά του πατέρα τους Σ.Ρ.) του είχαν παραχωρήσει την αποκλειστική χρήση αυτού. Πρέπει να σημειωθεί ότι δίπλα ακριβώς από το κοινό ακίνητο ο καθού έχει στην αποκλειστική του κυριότητα από γονική παροχή του πατέρα του Σ.Ρ. ένα διαιρεμένο τμήμα εμβαδού 912 τ.μ από το όλο ως άνω οικόπεδο, μετά της επ' αυτού ισόγειας αποθήκης. Ο καθού όμως παρά το γεγονός ότι έχει παραχωρήσει στον πρώτο αιτούντα την αποκλειστική χρήση του όλου ως άνω κοινού οικοπέδου, δηλαδή και του δικού του ποσοστού του 25%, προβαίνει σε ενέργειες και δραστικές επεμβάσεις επί του εν λόγω ακινήτου, οι οποίες πέραν του ότι παρακωλύουν την ανεμπόδιστη εκ μέρους του πρώτου αιτούντα και της οικογενείας του συγχρηση, επιδρούν αρνητικά και στην ασφάλεια των κτισμάτων, αφού δεν επιτρέπει στον πρώτο αιτούντα να διενεργήσει επισκευή και ανακαίνιση της σκεπής, παρότι αυτός έλαβε νόμιμη άδεια, αλλά και στην υγεία και σωματική ακεραιότητα των παραπάνω προσώπων, καθόσον προέβη την 4.2.2011 στην αλλαγή της κλειδαριάς της αποθήκης, όπου είναι τοποθετημένη η δεξαμενή καυσίμων, μη επιτρέποντας τον εφοδιασμό αυτής κι εντεύθεν τη θέρμανση της κύριας κατοικίας του αιτούντα, ο οποίος μαζί με την δεύτερη αιτούσα-μητέρα των διαδίκων και την οικογένεια του κατέφυγαν επί πενθήμερο στη φιλοξενία συγγενών τους, αφού αδυνατούν αντικειμενικά να διαμένουν σε σπίτι μη θερμαινόμενο. Ακόμη δεν επέτρεψε στον πρώτο αιτούντα να προβεί στην επισκευή υπόστεγου, το οποίο κατέρρευσε, με συνέπεια οι πράξεις του αυτές να καθιστούν επικίνδυνη την χρήση του κοινού ακινήτου από τον αιτούντα. Με τις παραπάνω, αντιβαίνουσες στις διατάξεις περί κοινωνίας επεμβάσεις εκ μέρους του καθού, επήλθε ανεπίτρεπτος αποκλεισμός της σύγχρησης από τους αιτούντες και ήδη σήμερα από τον πρώτο αιτούντα, εξαιτίας δε των προαναφερθέντων δημιουργήθηκαν έριδες και διαπληκτισμοί μεταξύ των διαδίκων και υπάρχει ένταση στις σχέσεις τους με κίνδυνο να δημιουργηθεί έκρυθμη κατάσταση (βλ. τις από 20.10.2010, 18.12.2010, 25.1.2011 και 4.2.2011 εγγραφές στο Βιβλίο αδικημάτων, συμβάντων του Αστυνομικού τμήματος), για την αποτροπή της οποίας συντρέχει επείγουσα περίπτωση να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης. Ηδη με την με αριθ. έκθ. κατάθεσης 4276/7.2.2011 αυτοτελή αίτηση των εδώ αιτούντων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά του καθού η αίτηση και ενόψει της κατάθεσης της κρινόμενης αίτησης, χορηγήθηκε προσωρινή διαταγή με την με αριθ. 3564/8.2.2011 απόφαση, με την οποίαν απαγορεύθηκε στον καθού να παρακωλύει τη συγχρηση των αιτούντων επί του αναγραφομένου στο σκεπτικό της παρούσας διακριτού τμήματος οικοπέδου μετά των επ' αυτού επικειμένων κτισμάτων και υποχρεώθηκε αυτός να αφαιρέσει την κλειδαριά, που τοποθέτησε στην επίδικη αποθήκη, ώστε να εξασφαλιστεί η πρόσβαση των αιτούντων στην δεξαμενή πετρελαίου. Εξάλλου, δεν πιθανολογήθηκε ότι ο πρώτος αιτών ασκεί την διοίκηση και εκμετάλλευση του κοινού ακινήτου κατά τρόπο καταχρηστικό, όπως ο καθού ισχυρίζεται ότι δηλαδή δεν προβαίνει σε αναγκαίες ενέργειες συντήρησης και καθαρισμού αυτού, αφού όπως προαναφέρθηκε ο καθού παρακωλύει όλες τις απαραίτητες αυτές ενέργειες.
Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που πιθανολογήθηκαν, σε συνδυασμό με τις νομικές σκέψεις που αναλυτικά έχουν εκτεθεί στη μείζονα σκέψη, συντρέχει κατεπείγουσα περίπτωση να διατάξει το Δικαστήριο τον καθού να απέχει από κάθε πράξη προσβολής της αποκλειστικής χρήσης του επικοίνου ακινήτου εκ μέρους του αιτούντα της οικογένειας του αλλά και της συγκατοίκου αυτού δεύτερης αιτούσας με απειλή χρηματικής ποινής 1.000 € για κάθε παράβαση της απόφασης αυτής, αφού γίνει δεκτή εν μέρει η αίτηση σαν ουσιαστικά βάσιμη. Αναφορικά όμως με το αίτημα των αιτούντων να καθοριστεί ο τρόπος διοίκησης και διαχείρισης του προαναφερομένου ακινήτου και να διορισθεί ο πρώτος σιτών προσωρινός διαχειριστής, πρέπει να απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου, δεκτού γενομένου του ισχυρισμού του καθού, αφού κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν συντρέχει περίπτωση έλλειψης απόφασης της πλειοψηφίας των κοινωνών, αφού ο πρώτος αιτών, ως έχων την πλειοψηφία των μερίδων του κοινού ακινήτου, είναι αυτός που λαμβάνει αποφάσεις για τον τρόπο της τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης του κοινού ακινήτου και δεν απαιτείται και η γνώμη του καθού, που είναι η μειοψηφία. Τέλος, αναφορικά με την ανταίτηση και το αίτημα καταβολής της μισθωτικής αξίας της μερίδας του ανταιτούντος-καθού η αίτηση επί του κοινού ακινήτου, πρέπει να απορριφθεί διότι δεν συντρέχει επείγουσα περίπτωση ούτε επικείμενος κίνδυνος επαύξησης της οικονομικής ζημίας του ανταιτούντα, αφού δεν μπορεί να νοηθεί ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας, όταν ο ίδιος ο ανταιτών ισχυρίζεται ότι από το 1987 οι καθών η ανταίτηση Ι.Ρ. και Γ.Ρ. χρησιμοποιούν αποκλειστικά το κοινό ακίνητο και δεν απέδιδαν στον ανταιτούντα Ν.Ρ. την αναλογούσα στη μερίδα του ωφέλεια από την εκμετάλλευση του κοινού ακινήτου και για τον λόγο αυτόν ο τελευταίος άσκησε την με αριθμ κατ. 46074/23.12.2002 αγωγή του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία) ζητώντας την ωφέλεια αυτή, η οποία και του επιδικάστηκε με την με αριθ. 7300/2005 απόφαση, χωρίς έκτοτε να προβεί σε κάποια άλλη ενέργεια, για να διεκδικήσει την ωφέλεια αυτή, πέραν του ότι η απόδοση της ωφέλειας αυτής θα οδηγήσει στην πλήρη ικανοποίηση του δικαιώματος του ανταιτούντα.