14/2008 ΑΠ(Ολομ): Αμοιβή δικηγόρου & σύνταξη & κατάθεση αγωγής η οποία δεν επιδόθηκε.
Αριθμός 14/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπροέδρους, Κωνσταντίνο Κούκλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος - καλούντος - υπερου η πρόσθετη παρέμβαση : X1, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Παναγιώτης Μπάρδης με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, χωρίς να καταθέσει προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση - πρόσθετη παρέμβαση : Ψ1, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Των προσθέτως παρεμβαινόντων :1) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Δικηγορικός Σύλλογος Αλεξανδρούπολης", που εδρεύει στην Αλεξανδρούπολη και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, τα οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Κωνσταντίνος Κoυτσουλέλος, χωρίς να καταθέσει προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 05.05.2000 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 84/2001 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 337/2005 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 23.09.2005 αίτησή του.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1371/2007 απόφαση του Β1' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε τον λόγο αναιρέσεως της από 23.09.2005 αιτήσεως στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 04.05.2007 κλήση του ήδη αναιρεσείοντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των προσθέτως παρεμβαινόντων ανέπτυξε προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς του και ζήτησε την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι, ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στον ως άνω πληρεξούσιο, ο οποίος αναφέρθηκε σε όσα προηγουμένως είχε αναπτύξει.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 10-7-2007 κλήση του αναιρεσείοντος X1, νομίμως εισάγεται για συζήτηση στη τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ μοναδικός λόγος της από 23-9-2005 αιτήσεώς του για αναίρεση της υπ' αριθ. 337/2005 αποφάσεως του Εφετείου Θράκης. Η αίτηση αναιρέσεως παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ' αριθμ. 1.371/2007 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος το οποίο απέρριψε ως αβάσιμο τον παραπάνω λόγο με πλειοψηφία μίας ψήφου (άρθρο 563 παρ. 2β Κ'Πολ.Δ).
Επειδή, από τις υπ' αριθμ. ...... και ...... εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης ......, προκύπτει ότι τόσο η άνω υπ' αριθμ. 1371/2007 παραπεμπτική απόφαση του Β1 Τμήματος του Αρείου Πάγου όσο και η από 10-7-2007 κλήση του αναιρεσείοντος με την οποία ο αναιρεσίβλητος καλείται να εμφανισθεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης συνεδρίαση του δικαστηρίου αυτού, νομοτύπως και εμπροθέσμως επιδόθηκαν στον τελευταίο.
Συνεπώς, εφόσον ο τελευταίος, κατά τα εκ των πρακτικών προκύπτοντα, δεν εμφανίσθηκε κατά την άνω δικάσιμο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της από το πινάκιο, αλλά ούτε κατέθεσε την κατά το άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ δήλωση, πρέπει, παρά την απουσία του, το δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως (άρθρο 576 παρ.2 Κ.Πολ.Δ). Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 80 Κ.Πολ.Δ κατά την οποία αν, σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη απόφαση για να τον υποστηρίξει, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και το πρώτο ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Περαιτέρω, από την άνω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Υφίσταται έννομο συμφέρον προς παρέμβαση όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία εις βάρος του νομικής υποχρεώσεως. Πρέπει όμως αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της.
Έτσι, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, δεν αρκεί ότι σε μεταξύ άλλων εκκρεμή δίκη πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υπάρχει ή πρόκειται να προκύψει σε μελλοντική δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου συναφής διαφορά, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του. Επομένως τέτοιο έννομο συμφέρον δεν υφίσταται για το νομικό πρόσωπο των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας από το γεγονός ότι σε μεταξύ τρίτων εκκρεμή δίκη έχει ανακύψει ζήτημα που ενδέχεται να επηρεάσει τα συμφέροντα των μελών τους.
Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 199 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ 3026/1954) ορίζονται τα επόμενα: " Στους Δικηγορικούς Συλλόγους και τα Διοικητικά τους Συμβούλια ανήκουν α) η μέριμνα για την εν γένει αξιοπρέπεια των δικηγόρων και την απονομή σ' αυτούς από κάθε Αρχή, κατά την ενάσκηση του λειτουργήματός τους, του οφειλομένου σεβασμού β) η υποβολή προτάσεων και γνωμών που αφορούν στην βελτίωση της νομοθεσίας και την ερμηνεία και την εφαρμογή αυτής γ) η διατύπωση παρατηρήσεων και κρίσεων ως προς την απονομή της δικαιοσύνης και δ) η συζήτηση και απόφαση για κάθε ζήτημα που ενδιαφέρει το δικηγορικό σώμα ή τα μέλη του συλλόγου ως τέτοια ή ως επαγγελματική τάξη και για κάθε γενικότερο ζήτημα εθνικού ή κοινωνικού περιεχομένου".
Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται και οριοθετείται γενική υποχρέωση των δικηγορικών συλλόγων αφενός μεν να λαμβάνουν, σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, εξασφαλιστικά μέτρα για τη διαφύλαξη του σεβασμού και της αξιοπρέπειας των μελών τους που αρμόζουν προς τη φύση του λειτουργήματος το οποίο επιτελούν καθώς επίσης και μέτρων προώθησης των επαγγελματικών συμφερόντων τους και αφετέρου, στο επίπεδο των σχέσεών τους με την Πολιτεία, να εκφράζονται, υποβάλλουν προτάσεις και παρατηρήσεις για τη βελτίωση της νομοθεσίας, την ερμηνεία και εφαρμογή αυτής καθώς των συνθηκών απονομής της δικαιοσύνης από την οποία εξυπηρετούνται και διευκολύνονται τα μέλη τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όμως, με τη διάταξη αυτή όχι μόνο δεν παρέχεται ευθέως και αμέσως δικαίωμα στους δικηγορικούς συλλόγους να ασκούν πρόσθετη παρέμβαση σε εκκρεμή δίκη με διάδικο κάποιο από τα μέλη τους, αλλά ούτε εμμέσως από το περιεχόμενο των ορισμών αυτής και ιδία της αναφοράς σε ζητήματα που αφορούν τα μέλη του συλλόγου ως τέτοια ή ως επαγγελματική τάξη προκύπτει έννομο συμφέρον αυτών, υπό την προεκτεθείσα έννοια, για την άσκηση παρεμβάσεως.
Στην προκείμενη υπόθεση η οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια για την επίλυση του νομικού ζητήματος περί του αν ο εντολοδόχος δικηγόρος, για αγωγή την οποία συνέταξε και κατέθεσε αλλά δεν επέδωσε στον εναγόμενο, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του ενάγοντα την οριζόμενη στο άρθρο 100 του Κώδικα Δικηγόρων αμοιβή ή εκείνη περί της οποίας προβλέπει το άρθρο 162 του ίδιου Κώδικα, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αλεξανδρούπολης και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών με το από 9-1-2008 (αριθμ.καταθ.06/11-1-2008) κοινό δικόγραφο άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του αναιρεσείοντος - ενάγοντος.
Ως έννομο συμφέρον για την άσκηση της παρέμβασης επικαλούνται την ιδιότητα αυτών ως επιστημονικών συλλόγων της χώρας για τους οποίους και τα μέλη τους δικηγόρους, η επίλυση του νομικού ζητήματος και η δεσμευτικότητα της αποφάσεως, θα επηρεάσει στο μέλλον τη λύση επί ομοίων ερμηνευτικών ζητημάτων που θα τυχόν θα αχθούν σε δικαστήρια. Όμως, αυτά που επικαλούνται δεν συγκροτούν δικό τους έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης αφού η τυχόν έκδοση μη ευνοϊκής για τον αναιρεσείοντα δικηγόρο αποφάσεως δεν πρόκειται να θίξει ίδιο δικαίωμα και να επηρεάσει νομικά κατά οποιοδήποτε δυσμενή τρόπο τη θέση των παρεμβαινόντων.
Συνεπώς οι πρόσθετες παρεμβάσεις πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 91, 92 παρ.1, 98 και 100 παρ.1 του Κώδικα περί Δικηγόρων, συνάγεται ότι ο δικηγόρος, ως άμισθος δημόσιος λειτουργός που καθήκον έχει την αντιπροσώπευση και υπεράσπιση των υποθέσεων του εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και αρχής, δικαιούται να λάβει, εκτός από τη δικαστηριακή ή άλλη δαπάνη και αμοιβή το ύψος της οποίας εάν ειδικώς δεν έχει συμφωνηθεί με τον εντολέα του, δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα όρια που ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 100 επ. του ίδιου Κώδικα.
Η αμοιβή του δικηγόρου, ειδικώς για την σύνταξη αγωγής προσδιορίζεται, κατ' ελάχιστο όριο, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ.1 του Κώδικα σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου αυτής, ως κρίσιμος δε χρόνος για τη θεμελίωση του δικαιώματος του δικηγόρου για την απόληψη αμοιβής από τη σύνταξη της αγωγής λαμβάνεται εκείνος της παροχής της σχετικής υπηρεσίας του, αφότου και παράγεται η σχετική αξίωσή του, ανεξαρτήτως εάν μετά τη σύνταξη και την άσκηση της αγωγής, ο εντολέας ανακαλεί την προς τον δικηγόρο αμοιβή ή αν ματαιωθεί οριστικώς η εκδίκασή της. Το δικαίωμα του δικηγόρου να αξιώσει αμοιβή κατά τις διατάξεις του άνω Κώδικα, προϋποθέτει ολοκληρωμένη ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την οποία προβλέπεται η καταβολή αμοιβής, διότι μόνον αφού τελειωθεί η ενέργεια του δικηγόρου διασφαλίζονται τα συμφέροντα του εντολέα, στην προστασία των οποίων αποβλέπει η ενέργεια αυτή.
Θεωρείται δε, ειδικώς ως προς την άσκησης αγωγής, ότι έχει ολοκληρωθεί και τελειωθεί η προς τούτο εντολή του εντολέα πελάτη, από την χρονική στιγμή κατά την οποία ο εντολοδόχος δικηγόρος συντάξει το δικόγραφο της αγωγής και καταθέσει αυτό στην γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, χωρίς να είναι αναγκαίο να επακολουθήσει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 215 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, και επίδοση αυτής στον εναγόμενο για να επέλθουν τα εκ του άρθρου 221 παρ.1 του ίδιου κώδικα αποτελέσματα της εκκρεμοδικίας, του αμεταβλήτου της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητος και της προτίμησης, αφού αυτά, ως συνέπεια της επίδοσης, ουδόλως σχετίζονται με το δικαίωμα του δικηγόρου να αξιώσει την αμοιβή του για την σύνταξη της αγωγής, σε κάθε περίπτωση δε, επί μη προσδιορισμού δικασίμου και επίδοσης από τον ενάγοντα, δικαίωμα επίσπευσης της συζήτησης έχει κατά το άρθρο 230 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ και ο ίδιος ο εναγόμενος, χωρίς εντεύθεν να συνάγεται ότι ο συντάξας και καταθέσας το δικόγραφο της αγωγής δικηγόρος δεν έχει προβεί σε ολοκληρωμένη για την απόληψη της αμοιβής του ενέργεια.
Η λύση, άλλωστε αυτή εναρμονίζεται και με την γραμματική διατύπωση του άρθρου 100 του Κώδικα Δικηγόρων που αναφέρεται απλώς σε σύνταξη αγωγής. Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 5-5-2000 αγωγή του που απευθύνεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων δικηγόρος, επικαλείται ότι κατ' εντολή του αναιρεσίβλητου-εναγομένου πελάτη του συνέταξε την από 7-3-2000 αγωγή την οποία και κατέθεσε την 15-3-2000. Με την αγωγή αυτή εζητείτο η καταβολή από τους εναγομένους ποσού 199.391.997 δραχμών. Με τον καταληκτικό ισχυρισμό ότι την κατατεθείσα αγωγή δεν επέδωσε στους εναγομένους διότι ο εντολέας του ανεκάλεσε την προς αυτόν εντολή μετά την κατάθεση της αγωγής και πριν την επίδοσή της, ζήτησε να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος-εναγόμενος να καταβάλει σ' αυτόν για την σύνταξη της αγωγής το κατά το άρθρο 100 παρ.1 του Κώδικα Δικηγόρων έλαχιστο όριο της αμοιβής του, ανερχόμενο στο ποσό των 3.987.839 δραχμών (199.391.997 Χ 2%). Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι νόμιμη, το δε το Εφετείο Θράκης το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του αντιθέτως έκρινε και επικύρωσε την απορριπτική της αγωγής απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου προαναφερθείσες διατάξεις του κώδικα δικηγόρων.
Συνακόλουθα, ο μοναδικός από το άρθρο 559 αρ.1 του Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, αναιρεθεί δε η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ) και καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-1-2008 και υπέρ του αναιρεσείοντος πρόσθετη παρέμβαση των Δικηγορικών Συλλόγων Αλεξανδρούπολης και Αθηνών.
Αναιρεί την υπ' αριθμ.337/2005 απόφαση του Εφετείου Θράκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων (2.200) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2008.