Απόφαση 1345/2021 ΕιρΘεσ (Νόμος Κατσέλη)

Divider

Μικροέμπορος με κυλικείο. Δέχεται την αίτηση. Εξαιρεί από την εκποίηση τη μοναδική κατοικία και το ΙΧΕ όχημα. Ρυθμίζει συνολική οφειλή 56.181,70€ με μηνιαίες καταβολές 150,00€ για 3 έτη (5.400,00€) για την απαλλαγή από τις οφειλές και με μηνιαίες καταβολές 119,60€ για 10 έτη (14.352,00€) για τη διάσωση της κύριας κατοικίας. Θα καταβληθεί δηλαδή συνολικό ποσό 19.752,00€ έναντι αρχικής οφειλής 56.181,70€ (κούρεμα 65%).

Την αίτηση για την υπαγωγή της εντολέα μας στις διατάξεις του Νόμου Κατσέλη ασκήσαμε το έτος 2015 και δικάστηκε το 2021 - έξι χρόνια αργότερα. Παρά τη μεγάλη καθυστέρηση, το αποτέλεσμα μας αποζημίωσε για τη μεγάλη αναμονή. Η αίτησή μας έγινε δεκτή. Οι οφειλές της αιτούσας ρυθμίστηκαν με ένα γενναίο κούρεμα 65% και μηνιαίες καταβολές στις οποίες μπορούσε να ανταποκριθεί και η μοναδική της κατοικία διασώθηκε από την εκποίηση.

Το Δικαστήριο έκρινε επί της εμπορικής ιδιότητας της αιτούσας και ειδικότερα κατά πόσο αυτή θα αποτελούσε τροχοπέδη για την υπαγωγή της στον Ν. 3869/2010. Η δανειολήπτρια κατά την παύση των πληρωμών της διατηρούσε κυλικείο εντός Νοσοκομείου, το οποίο εντούτοις δεν εμφάνιζε μεγάλους τζίρους. Η επιχείρηση μάλιστα δεν απασχολούσε προσωπικό, καθώς ο όγκος εργασίας ήταν τόσο μικρός, ώστε μπορούσε να εξυπηρετηθεί από την ίδια την αιτούσα. Το γεγονός ότι το Ειρηνοδικείο είχε απορρίψει το συνυποβληθέν αίτημα για έκδοση προσωρινής διαταγής πριν τη συζήτηση της κύριας αίτησης το 2015 μας είχε προβληματίσει. Εντούτοις, ήμασταν αισιόδοξοι ότι η κρίση του Δικαστηρίου που θα εξέταζε την κύρια αίτηση θα ήταν ορθή, όπως και έγινε.

Το Δικαστήριο ρύθμισε τις οφειλές της αιτούσας με μηνιαίες άτοκες καταβολές ύψους 150,00€ για τα πρώτα τρία (3) έτη για την απαλλαγή της από τις οφειλές στο πλαίσιο του άρθρου 8 παρ. 2 Ν. 3869/2010. Για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας από την εκποίηση ορίστηκαν μηνιαίες καταβολές ύψους 119,60€ για δέκα (10) έτη, που θα αρχίσουν μετά την παρέλευση της πρώτης τριετίας.

Ευχόμαστε στην εντολέα μας ό,τι καλύτερο στο μέλλον. Μακάρι η δικαστική απόφαση που εκδόθηκε να γίνει η βάση για μία πιο ήρεμη και οικονομικά ασφαλή ζωή.

Νέες αιτήσεις Νόμου Κατσέλη δεν κατατίθενται πλέον. Εντούτοις, το δικηγορικό μας γραφείο ασκεί εφέσεις κατά αποφάσεων που απορρίφθηκαν. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για τη συγκεκριμένη υπηρεσία πατώντας εδώ.

Αριθμός 1345/2021

Διαδικασία: Εκουσία (Ν.3869/2010)

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη ………., την οποία όρισε η πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, παρουσία και της Γραμματέως ……….

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 19η Μαΐου 2021 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: ………., η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Αθανάσιου Ρόζου του Ιωάννη, κατοίκου Θεσσαλονίκης (ΑΜ Δ.Σ. Θεσσαλονίκης 8229).

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1. Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ………. που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.

Η αιτούσα με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 489/13.01.2015 αίτησή της ζήτησε τα όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Για τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής ορίστηκε η δικάσιμος της 25.02.2027 και ύστερα από επαναπροσδιορισμό η δικάσιμος της 27.11.2019, ύστερα δε από αναβολές, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Όπως προκύπτει από τη με αριθμό 2120 Γ/22.11.2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………., που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο της 25.02.2027, ύστερα δε από επαναπροσδιορισμό για την δικάσιμο της 27.11.2019 και ύστερα από αναβολές για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης η αίτηση. Όταν όμως η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο, η ανωτέρω δεν εμφανίσθηκε και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στην έρευνα της υπόθεσης σαν να είχαν εμφανισθεί και οι απολειπόμενοι διάδικοι κατά τις επιταγές των άρθρων 754, 741 σε συνδυασμό με το άρθρο 271 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ.

Κατά τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ. 1 Ν.3869/2010 ως ισχύει, «φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλλουν στο αρμόδιο Δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 4§1 (Ν. 3869/2010) για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή (...)». Η ως άνω διάταξη προσδιορίζει ως υπαγόμενα στη ρύθμιση του εν λόγω νόμου πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα ενώ το άρθρο 2§1 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007) ορίζει ότι «πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι». Περαιτέρω, το Β.Δ. της 2/14.05.1835 «Περί αρμοδιότητας των Εμποροδικείων» καθορίζει ποιες είναι εμπορικές πράξεις (άρθρ. 2 και 3) και ο Εμπορικός Νόμος (Β.Δ. της 19-4/01.05.1835) ορίζει ότι έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις εμπορικές και κύριο επάγγελμα έχουν την εμπορία (άρθρο 1). Σύμφωνα με τον σκοπό του Νόμου 3869/2010 «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων κ.λ.π.» ως ισχύει σήμερα στη ρύθμισή του υπάγονται μόνο φυσικά πρόσωπα τα οποία δεν ασκούν αυτοτελή οικονομική δραστηριότητα που να τους προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου. Επιπροσθέτως, υπάγονται και όσοι ήταν έμποροι, έπαψαν όμως την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους (άρθρ. 2§3 ΠτΚ), δηλαδή περιήλθαν σε αδυναμία πληρωμών μετά την απώλεια της εμπορικής τους ιδιότητας (βλ. και Βενιέρη-Κατσά «Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα» 2013, σελ. 72 επ.). Ειδικότερα όσον αφορά στους εμπόρους, σε περίπτωση αδυναμίας εκπληρώσεως των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών τους κατά τρόπο γενικό και μόνιμο (παύση πληρωμών), ισχύουν οι ρυθμίσεις του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) και όχι αυτές του Ν. 3869/2010. Συνεπώς καθίσταται σαφές ότι ένας οφειλέτης που είχε την εμπορική ιδιότητα για κάποιο χρονικό διάστημα αλλά δεν την έχει κατά την κατάθεση της αίτησης στο Ειρηνοδικείο, δεν κωλύεται να ακολουθήσει τη διαδικασία του Ν. 3869/2010 αν έπαυσε τις πληρωμές μετά την παύση της εμπορικής του δραστηριότητας, αφού δεν έχει πλέον πτωχευτική ικανότητα. Αντιθέτως, εάν το πρόσωπο αυτό έπαυσε τις πληρωμές όταν ήταν ακόμη έμπορος, εμπίπτει αυτό στις ρυθμίσεις του ΠτΚ και την πτωχευτική διαδικασία (βλ. και Κρητικό, «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» 2012, σελ. 38 επ. και 49), η δε αίτησή του για υπαγωγή στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869/2010 απορρίπτεται. Βέβαια, η αντιμετώπιση του οφειλέτη τίθεται και υπό το πρίσμα του άρθρου 281 ΑΚ και της αρχής της καλή πίστης, δεδομένου ότι θα πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική η επίκληση απ’ αυτόν των διατάξεων του Ν. 3869/2010, εάν η παύση των εμπορικών του εργασιών αποσκοπούσε στην καταστρατήγηση του νομοθετικού πλαισίου. Συχνά η πτωχευτική ικανότητα, υπό τη θετική της εκδοχή, προβάλλεται από τους παριστάμενους πιστωτές του αιτούντος κατ’ ένσταση, πλην όμως μπορεί να ληφθεί υπόψιν και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Η απόδειξη των σχετικών ισχυρισμών θα έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αιτήσεως, όχι πλέον λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης αλλά κατ’ ουσία, λόγω μη συνδρομής της προεκτεθείσας ουσιαστικής προϋποθέσεως. Άλλωστε, ως προς τη διαπίστωση της εμπορικής ιδιότητας από την επιστήμη αλλά και από τη νομολογία, πέρα από την τέλεση συγκεκριμένων πράξεων εμπορικών ή μη αποδίδεται μεγάλη σημασία στον τρόπο οργάνωσης της επιχείρησης και της δραστηριότητας, ενώ κρίνεται ότι πρέπει να υπάρχει η σύνδεση της τελευταίας με ορισμένο τόπο (εγκατάσταση), η διάθεση αξιόλογων οικονομικών μέσων για τον εξοπλισμό του καταστήματος, γραφείου κ.λ.π., ενδεχομένως η χρησιμοποίηση των υπηρεσιών τρίτων προσώπων, καθώς και η λογιστική παρακολούθηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας, καθότι δεν νοείται έμπορος αν δεν υπάρχει στη δραστηριότητά του διαμεσολάβηση και ριψοκίνδυνη ανάληψη οικονομικού κινδύνου από το πρόσωπο με στόχο το οικονομικό κέρδος. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατόν ένα πρόσωπο, αν και διενεργεί πράξεις εμπορικές, να κριθεί ότι είναι μικρέμπορος και να μην εξαιρεθεί από την εφαρμογή του Ν. 3869/2010 (βλ. και Βενιέρη-Κατσά, ο.π., σελ. 67 επ.), δηλαδή πρόκειται για πρόσωπο το οποίο διενεργεί πράξεις εμπορικές, αλλά δεν δραστηριοποιείται σε ριψοκίνδυνη κερδοσκοπική διαμεσολάβηση και - κατ' ουσία - παρέχει προσωπική εργασία με αντίτιμο κάποια αμοιβή, χωρίς σημαντικό επενδυμένο κεφάλαιο, χωρίς έκταση δραστηριότητας και δομή λειτουργίας που ν’ αποσκοπεί στο εμπορική κέρδος, ήτοι πρόκειται για βιοπαλαιστές έτοιμους να τραπούν σε άλλα βιοποριστικά επαγγέλματα από εποχή σε εποχή, των οποίων το κέρδος αποτελεί περισσότερο αμοιβή του σωματικού τους κόπου και μόχθου και όχι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών συνδυασμών (βλ. ΑΠ 947/1995, ΕιρΘεσσαλ 5074/2022, ΕιρΠαμισου 2/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτοί λοιπόν δεν έχουν - κατά τα ισχύοντα στον ΠτΚ - πτωχευτική ικανότητα. Πρέπει, μάλιστα, η κάθε περίπτωση και δραστηριότητα ν’ αξιολογούνται αυτόνομα ως προς την απόδοση της εμπορικής ιδιότητας σε συνάρτηση με τα παραπάνω αναφερόμενα (βλ. σχετικά με τα ανωτέρω ΜΠρΡεθ 151/2012, ΕιρΑταλ 26/2014, ΕιρΔύμης 39/2013, ΕιρΧαν 101/2013, ΕιρΡοδ 2/2012, ΕιρΕρινέου 2/2012, ΕιρΣητ 6/2012, ΕιρΚαλαμ 17/2012, ΕιρΠατρών 127/2012, ΕιρΑΘ 360/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Η αιτούσα με την υπό κρίση αίτησή της, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου της, επικαλούμενη ότι στερείται πτωχευτικής ικανότητας και ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς την καθ’ ης ζητεί τη ρύθμισή τους σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει, αφού ληφθούν υπόψη η οικονομική και περιουσιακή της κατάσταση, την οποία εκθέτει αναλυτικά, προκειμένου να απαλλαγεί από αυτές. Με το παραπάνω περιεχόμενο η αίτηση αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου της κατοικίας της αιτούσας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν. 3869/2010), εφόσον για το παραδεκτό της: α) τηρήθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 ν. 3869/2010 διαδικασία και ειδικότερα η αιτούσα εμπρόθεσμα κοινοποίησε εντός δεκαπέντε ημερών από την κατάθεση της αίτησης αντίγραφο της αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση γι’ αυτή στην καθ’ ης πιστώτριά της (βλ. την ανωτέρω έκθεση επίδοσης), β) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών του στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας ούτε έχει εκδοθεί απόφαση για ρύθμιση με απαλλαγή από τις οφειλές της, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 του ίδιου παραπάνω νόμου (βλ. την υπ’ αριθμό 458/27-5-2021 βεβαίωση της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης). Περαιτέρω, έχουν προσκομισθεί νομίμως και εμπροθέσμως οι από 23.06.2016 και 19.05.2021 υπεύθυνες δηλώσεις της αιτούσας για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας της και των εισοδημάτων της, των πιστωτών της και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και της υπάρξεως μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων της κατά την τελευταία τριετία, καθώς και τα λοιπά έγγραφα που ορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 ν. 3869/2010. Μετά δε την παραλαβή και πρωτοκόλληση της αίτησης από τη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και αφού διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχουν τυπικές ελλείψεις ανοίχτηκε φάκελος για την τήρηση των εγγράφων και ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας καθώς και δικάσιμος για τη συζήτηση της επικύρωσης του προδικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος απέτυχε, σύμφωνα με την από 23.11.2016 απόφαση της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης. Επίσης, η υπό κρίση αίτηση είναι επαρκώς ορισμένη, καθότι στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβάνονται τα απαραίτητα στοιχεία, όπως αυτά καθορίζονται στα άρθρα 1 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010 σε συνδυασμό με τα άρθρα 118 και 757 ΚΠολΔ, ως ελάχιστο περιεχόμενο της αιτήσεως, που αποτελεί καταρχήν και το όριο ελέγχου πληρότητας της αιτήσεως, ήτοι: α) μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της αιτούσας, β) κατάσταση της περιουσίας και των εισοδημάτων της, γ) κατάσταση των πιστωτών και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, δ) τυχόν μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, στις οποίες η οφειλέτιδα προέβη την τελευταία τριετία πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης, ε) σχέδιο διευθέτησης των οφειλών και στ) αίτημα ρύθμισης αυτών με σκοπό την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή τους. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ της αιτούσας και των πιστωτών της.

Από τη χωρίς όρκο κατάθεση της αιτούσας, η οποία εξετάσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά συνεδρίασης της οποίας το περιεχόμενο εκτιμάται σε συνδυασμό με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, το σύνολο των μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, καθώς και από εκείνα που απλώς προσκομίζονται στο δικαστήριο, χωρίς να γίνεται επίκληση τους, παραδεκτά, όπως προκύπτει από τα άρθρα 744 και 759 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. Β, Βαθρακοκοίλης, Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση του ΚΠολΔ, τ. Δ έκδοση 1996, άρ. 759 αριθ, 5, Α.Π. 174/1987, ΕλλΔνη 29,129), για να χρησιμεύσουν είτε ως αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), από τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (άρθρο 261 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ) και από όλα εν γένει τα αποδεικτικά μέσα που νομίμως έλαβε υπόψη το Δικαστήριο, μηδενός εξαιρούμενου και παρά την ενδεχομένως μεμονωμένη αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική αξία των υπολοίπων (ΑΠ 139/2009 «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η αιτούσα, ηλικίας 46 ετών (έτος γέννησης 1975) ήταν έγγαμη μετά του ………., από τον γάμο τους δε αυτό, έχουν αποκτήσει ένα τέκνο, τον ………., ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1996. Ο ανωτέρω γάμος της λύθηκε με την υπ αρ. ………. απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς, καταστάσα αμετάκλητη από την 29.03.2017. Η αιτούσα από την 24.01.2012 μέχρι την 21.05.2014, οπότε και διακόπηκε η λειτουργία της, διατηρούσε μία επιχείρηση παροχής γευμάτων και ποτών από κυλικείο, ευρισκόμενο εντός νοσοκομείου στη Θεσσαλονίκη (βλ. προσκομισθείσα βεβαίωση διακοπής εργασιών της Η’ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης). Τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα από την ανωτέρω επιχείρηση της αιτούσας ανήλθαν κατά το οικονομικό έτος 2013 στο ποσό των 36.895,22 ευρώ και κατά το οικονομικό έτος 2014 στο ποσό των 32.357,50 ευρώ. Από δε τα προσκομισθέντα εκκαθαριστικά των οικονομικών ετών 2013,2014 της Δ.Ο.Υ. Καλαμαριάς προκύπτει ότι το ετήσιο εισόδημα της αιτούσας ανέρχονταν αντίστοιχα στα ποσά των 15.980,18 ευρώ και 6.427,27 ευρώ. Από δε το προσκομισθέν εκκαθαριστικό του φορολογικού έτους 2014 της ανωτέρω Δ.Ο.Υ., προκύπτει ότι η αιτούσα είχε ζημία επιχείρησης το ποσό των 1.096,10 ευρώ. Η ως άνω απασχόληση της αιτούσας δεν της έχει προσδώσει την εμπορική ιδιότητα καθ’ όσον η ανωτέρω δεν απασχολούσε μόνιμο προσωπικό, δεν είχε επενδύσει σημαντικά κεφάλαια στην ανωτέρω δραστηριότητα, ενώ τα ακαθάριστα έσοδά της από την ανωτέρω δραστηριότητα δεν ήταν υψηλά κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα ανωτέρω. Κατ’ ακολουθία των ως άνω η αιτούσα είχε την ιδιότητα του μικρεμπόρου καθόσον το αντάλλαγμα που ελάμβανε από την ανωτέρω δραστηριότητα είχε χαρακτήρα αμοιβής για την σωματική της καταπόνηση και όχι το χαρακτήρα του εμπορικού κέρδους προερχόμενου από ριψοκίνδυνη κερδοσκοπική διαμεσολάβηση. Μετά την διακοπή των εργασιών της ανωτέρω επιχείρησης (κυλικείο) η αιτούσα παρέμεινε άνεργη μέχρι το έτος 2019, κατά το οποίο έλαβε επιχορήγηση προγράμματος δεύτερης επιχειρηματικής ευκαιρίας, ποσού 5.000,00 ευρώ την 02.08.2019 έκανε έναρξη δραστηριότητας με κύριο αντικείμενο τις υπηρεσίες πώλησης πίτσας σε πακέτο. Από τα προσκομισθέντα εκκαθαριστικά των φορολογικών ετών 2015, 2016, 2017, 2018, 2019, προκύπτει ότι το εισόδημα της αιτούσας είναι μηδενικό (βλ. σχετικά εκκαθαριστικά). Σήμερα, τα μηνιαία εισοδήματα της αιτούσας ανέρχονται στα 800,00 ευρώ περίπου. Δεν αποδείχθηκε δε η ύπαρξη εισοδημάτων από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Η αιτούσα διαμένει σήμερα μόνη της σε οικία (διαμέρισμα) κυριότητας της ευρισκόμενο στον τρίτο κυρίως όροφο, με αριθμό 1 του ορόφου, πολυκατοικίας ευρισκόμενης σε οικόπεδο κείμενο, το οποίο βρίσκεται στο συνοικισμό ………., του άλλοτε Δήμου ………. και νυν Δήμο ………. του Δήμου Θεσσαλονίκης, και στην διασταύρωση των οδών ………. και ……….. Το ανωτέρω διαμέρισμα έχει μικτό εμβαδόν 54,00 τ.μ. (στο οποίο αναλογεί ποσοστό εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου και των λοιπών κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων της οικοδομής ανερχομένου σε 5,44%) και καθαρό εμβαδόν 36,80 τ. μ., αποτελείται από ένα υπνοδωμάτιο, σαλοκουζίνα ενιαίο χώρο, και λουτροαποχωρητήριο, με πρόσοψη στην οδό ………., αριστερά, καθώς βλέπουμε την οικοδομή από την άνω οδό. Το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα της αιτούσας με το με αριθμό ………. συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ………., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης σε τόμο ………., με α.α. ………., ως αγοραπωλησία και σύσταση οριζοντίου και καθέτου ιδιοκτησίας. Η αντικειμενική αξία του ανωτέρω διαμερίσματος ανέρχεται ήδη στα 17.940,00 ευρώ (βλ. προσκομισθέν φύλλο υπολογισμού της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ……….). Τέλος η ανωτέρω είναι κύρια ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής ………. με ημερομηνία κυκλοφορίας το έτος 2000 η εμπορική αξία του οποίου ανέρχεται στα 500,00 ευρώ. Εν όψει της εμπορικής του αξίας, του τύπου και της παλαιότητάς του, δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση, γιατί δεν πρόκειται να προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον και να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση των πιστωτών της ανωτέρω αιτούσας, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κ.λ.π.) γι’ αυτό και κρίνεται ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η κατ άρθρο 9 παρ.1 Ν. 3869/2010 εκποίησή του.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ανάγκες διαβίωσης της αιτούσας στις οποίες περιλαμβάνονται ενδεικτικά τα στοιχειώδη έξοδα για τροφή, ένδυση και υπόδηση, ηλεκτροφωτισμό, ύδρευση και ιατρικά έξοδα ανέρχονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου με βάση τις συνθήκες ζωής της αιτούσας, την ηλικία της, τον προσδιορισμό αυτών από την ίδια την αιτούσα τόσο με την αίτηση όσο και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, λαμβάνοντας υπόψη και τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, οι οποίες όμως λειτουργούν μόνο ως κατευθυντήριες γραμμές και δεν δύνανται να παράγουν δεσμευτική ισχύ νομοθετήματος για το Δικαστήριο (βλ. I. Βενιέρης - Θ. Κατσάς, Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, Γ Έκδοση, σελ. 498), και βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας που αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο κατ’ άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ ανέρχονται στο ποσό των 650,00€ και καταδεικνύουν δε τη διάθεση περιορισμού των μηνιαίων εξόδων της αιτούσας προκειμένου η ίδια να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της. Με τον καθορισμό του ως άνω ποσού δε θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης της αιτούσας, ούτε επέρχεται εξαθλίωση της οφειλέτριας αυτής, η οποία, αιτούμενη την υπαγωγή της στις ευεργετικές διατάξεις του ν. 3869/2010, πρέπει να μειώσει τις δαπάνες της στις απολύτως απαραίτητες για την ικανοποίηση των βασικών βιοτικών αναγκών της (βλ. ΜΠρΛαμ 65/2016, ΕιρΧαν 259/2011, όπως εκτίθεται σε Α. Γαλανοπούλου - Μητροπούλου, Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά, Νομική αντιμετώπιση, σελ. 145 επ).

Σε χρόνο λοιπόν προγενέστερο του έτους από την υποβολή της ένδικης αίτησης η αιτούσα ανέλαβε τα παρακάτω χρέη προς τις καθ’ ων πιστώτριές της, συνυπολογιζομένων κεφαλαίου, τόκων και εξόδων, τα οποία κατά πλάσμα του νόμου θεωρούνται ληξιπρόθεσμα με την κοινοποίηση της αίτησης και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον χρόνο κοινοποίησης της αίτησης σε κάθε πιστωτή, και ειδικότερα η ανωτέρω ανέλαβε: προς την καθ’ ης η αίτηση με την επωνυμία «……….» 1) δυνάμει της με αριθμό ………. σύμβασης στεγαστικού δανείου ως οφειλέτιδα χρέος ανερχόμενο στο συνολικό ποσό των 55.248,82€ έως την 26.01.2016, 2) δυνάμει της με αριθμό ………. σύμβασης πιστωτικής κάρτας ως οφειλέτιδα χρέος ανερχόμενο στο συνολικό ποσό των 932,88€ έως την 26.01.2016. Έτσι, η αιτούσα οφείλει το συνολικό ποσό των 56.181,70€. Η αιτούσα αρχικά ήταν συνεπής στην αποπληρωμή των δανειακών της υποχρεώσεων. Το δε οικονομικό της πρόβλημα εμφανίστηκε το έτος 2014 και μετά και κορυφώθηκε κατά τα επόμενα έτη λόγω της διακοπής εργασιών της επιχείρησής της και της διακοπής της έγγαμης συμβίωσής της με τον σύζυγό της με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει δυσχέρεια και να αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις προς την καθ’ ης πιστώτριά της. Συνεπεία των ανωτέρω η σχέση μεταξύ ρευστότητας και των οφειλών της αιτούσας κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο είναι αρνητική χωρίς να αναμένεται να βελτιωθεί σημαντικά στο εγγύς μέλλον λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας και των χαμηλών εισοδημάτων της. Επομένως, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του Ν.3869/2010 και συγκεκριμένα σε αυτήν του άρθρου 8 παρ.2 του Νόμου, όπως ισχύει, δεδομένου ότι δεν έγινε δεκτό το σχέδιο διευθέτησης από την πιστώτριά και δεν υπάρχουν αμφισβητούμενες απαιτήσεις. Υπό τις παραδοχές αυτές, και αφού ελήφθη υπόψη η ηλικία της αιτούσας και οι ιδιαίτερες οικογενειακές της συνθήκες, θα πρέπει να προσδιορισθούν για την αιτούσα μηνιαίες καταβολές ύψους εκατόν πενήντα ευρώ (150,00€), που θα καταβάλλονται απευθείας προς την καθ’ ης πιστώτριά, αρχής γενομένης από τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της παρούσας μήνα για χρονικό διάστημα τριών ετών. Επιπλέον, η παραπάνω πρώτη ρύθμιση θα πρέπει να συνδυασθεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.2 του Ν.3869/2010, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 14 παρ.1 Ν.4346/2015 και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτής με αριθμό 54/15.12.2015 απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, εφόσον με τις καταβολές επί τριετία της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών και θα πρέπει να ορισθούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της πρώτης κατοικίας της αιτούσας μέχρι τη συμπλήρωση ποσού ανερχόμενου σε ποσοστό 80% επί της αντικειμενικής αξίας της ως άνω πρώτης κατοικίας της αιτούσας. Ως προς την νομιμοποίηση της αιτούσας που υπέβαλλε το σχετικό αίτημα πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την υπαγωγή της κύριας κατοικίας της σε καθεστώς διάσωσης, αφού η αντικειμενική αξία της κατά τα προεκτεθέντα δεν υπερβαίνει το όριο προστασίας που θέτει ο νόμος, ενώ το ύψος του μηνιαίου διαθέσιμου εισοδήματος της αιτούσας δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσής της προσαυξημένες κατά 70%. Επομένως η αιτούσα θα πρέπει να καταβάλει το ποσό των 14.352,00€ για την διάσωση της κύριας κατοικίας της. Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου, με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής κεντρικής Τράπεζας. Θα ξεκινήσει τρία χρόνια μετά τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας. Από το σκέλος αυτό της ρύθμισης θα ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της πιστώτριας που είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες, με προσημείωση και υποθήκη με μηνιαίες καταβολές για δέκα (10) χρόνια ποσού 119,60€ που θα αρχίσουν μετά την παρέλευση τριών ετών μετά τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης. Κατόπιν τούτου η αίτηση θα πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να ρυθμισθούν τα χρέη της αιτούσας με σκοπό την απαλλαγή της με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρούμενης της εκποίησης της κύριας κατοικίας της σύμφωνα με όσα ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.6 του Ν.3869/2010.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της καθ’ ης η αίτηση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της αιτούσας με μηνιαίες καταβολές για τρία (3) έτη του ποσού των εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ. Το ανωτέρω ποσό θα καταβάλλεται στην πιστώτριά της από την αιτούσα εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μηνός, αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.

ΕΞΑΙΡΕΙ από την εκποίηση την ως άνω περιγραφείσα πρώτη κατοικία της αιτούσας.

ΕΞΑΙΡΕΙ από την εκποίηση ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής ………. με ημερομηνία κυκλοφορίας το έτος 2000.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα να καταβάλλει για την διάσωση της άνω κύριας κατοικίας της το ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων πενήντα δύο ευρώ (14.352,00€) το οποίο θα καταβληθεί με μηνιαίες καταβολές ποσού εκατόν δέκα εννέα ευρώ και εξήντα λεπτών του ευρώ (119,60€) εκάστη για διάστημα 120 μηνών (10 έτη). Από τις ανωτέρω καταβολές θα ικανοποιηθεί προνομιακά η ανωτέρω απαίτηση της καθ’ ης για την οποία η ανωτέρω έχει εγγράψει εμπράγματο δικαίωμα επί του ανωτέρω ακινήτου. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα ξεκινήσει τρία χρόνια μετά τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας και θα γίνεται μέσα στο πρώτο πενθήμερο εκάστου μήνα εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 22.06.2021 χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι η ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας.

ΡΟΖΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ | ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ

Εξυπηρετούμε στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και στην Αθήνα. Η υπηρεσία Συναινετικού Διαζυγίου παρέχεται πανελλαδικά.