Skip to main content

Απόφαση 169/2015 ΕιρΚασ (Νόμος Κατσέλη)

Divider

Δέχεται την αίτηση του Ν. 3869/2010. Ρυθμίζει τα χρέη της αιτούσας και εξαιρεί από την εκποίηση τη μοναδική κατοικία της, το ΙΧΕ όχημά της, καθώς και ποσοστά συγκυριότητάς της 12,5% σε δύο διαμερίσματα. Κούρεμα 70% περίπου.

Με την παρακάτω απόφαση του Νόμου Κατσέλη η δανειολήπτης συνταξιούχος πελάτις μας ρύθμισε την οφειλή της συνολικού ποσού 152.000,00€ περίπου προς τους πιστωτές της με αθροιστικές καταβολές 22.800€ για την απαλλαγή από τις οφειλές και ποσού 30.478,20€ για τη διάσωση της κύριας κατοικίας από τον πλειστηριασμό. Ταυτόχρονα διασώθηκαν το ΙΧΕ όχημά της, καθώς και ποσοστά συγκυριότητάς της 12,5% σε δύο διαμερίσματα στη Θεσσαλονίκη. Ειδικότερα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο δεσμός, που συνδέει τους πιστωτές της αιτούσας, είναι αυτός της αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας, καθώς και ότι η ανάληψη της προς ρύθμιση οφειλής από την αιτούσα εντός του έτους πριν την κατάθεση της αίτησης αποτελεί ισχυρισμό τον οποίο οφείλουν να προτείνουν και να αποδείξουν οι πιστωτές. Ταυτόχρονα, απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου λόγω αοριστίας της αίτησης, που πρόβαλαν οι τράπεζες, εφόσον η αίτησή μας περιείχε όλα τα απαραίτητα κατά το νόμο στοιχεία. Απέρριψε τέλος την ένσταση δόλιας περιέλευσης σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας και τον ισχυρισμό του Ταμείου Πατακαταθηκών και Δανείων περί εξαίρεσης των απαιτήσεών του έναντι της αιτούσας από την ρύθμιση του Ν. 3869/2010 ως αβάσιμο.

ΑΡΙΘΜΟΣ 169/2015

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ : Εκούσια Δικαιοδοσία

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Κασσάνδρας …………….., που ορίσθηκε με την με αριθμό 14/2014 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Χαλκιδικής, παρουσία και του Γραμματέως …………………..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 8η Απριλίου 2014, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ : …………….. χήρας ………………., το γένος ……………………, κατοίκου Πολυχρόνου Χαλκιδικής, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Δ.Σ. Θεσσαλονίκης, Αθανάσιου Ρόζου (Α.Μ.8229).

ΤΩΝ ΜΕΤΕΧΟΝΤΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΩΝ - ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ, οι οποίοι κατέστησαν διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευση τους [άρθρα 5 ν.3869/2010 και 748 παρ.2 ΚΠολΔ]: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «..........», που εδρεύει στην Αθήνα (Αμερικής 4) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατά την συζήτηση της παρούσας δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «..........», που εδρεύει στην Αθήνα (Σταδίου 40) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στην παρούσα εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της …………………, 3) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «.........», που εδρεύει στην Αθήνα (Όθωνος 8) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στην παρούσα εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ……………………, 4) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «..........», που εδρεύει στην Αθήνα (Αιόλου 86) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στην παρούσα εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …………………… και 5) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα (Ακαδημίας 40) και εκπροσωπείται νόμιμα, που στην παρούσα εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του …………………….

Η αιτούσα, με την από 31-07-2013 αίτησή της που απευθύνεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Για τη συζήτηση της παραπάνω αίτησης ορίσθηκε δικάσιμος, με την υπ’ αριθ. .......... πράξη, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως πιο πάνω σημειώνεται.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα προφορικά ανέπτυξαν και αναφέρονται στα πρακτικά και όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΟΠΩΣ ΑΥΤΗ ΣΗΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΣΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Στη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων ο δεσμός που συνδέει τους πιστωτές του αιτούντος οφειλέτη, ενόψει του ότι η ισχύς της αποφάσεως που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους «μετέχοντες στη δίκη πιστωτές» είναι αυτός της αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας (αρθρ. 76 παρ. 1β του ΚΠολΔ). Στην εκούσια δικαιοδοσία κατά την ορθότερη γνώμη, δεν εφαρμόζεται όπως στην αμφισβητούμενη η διάταξη του άρθρου 76 παρ.1 εδάφιο τελευταίο του ΚΠολΔ κατά την οποία «οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στην δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται». Και τούτο διότι η έκταση του επηρεασμού στις έννομες σχέσεις του αιτούντος και των άλλων ενδιαφερομένων είναι διάφορη (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη «Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση του ΚΠολΔ» τ. Δ΄, έκδοση αρ. 754 ΚΠολΔ 1996). Ειδικά στο ν. 3869/2010 όπου συντρέχουν αντίθετα συμφέροντα των πιστωτών δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η ανωτέρω διάταξη (βλ. σχετ. Π. Αρβανιτάκης «Η εκούσια δικαιοδοσία ως διαδικαστικό πλαίσιο του Ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων»). Στην προκειμένη περίπτωση, από τη με αριθ. .......... έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών .......... που προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτησή της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην περιλαμβανόμενη στην υποβληθείσα από αυτήν κατάσταση πιστωτών της ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «..........». Η τελευταία όμως δεν εμφανίστηκε κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (αρθρ. 754 παρ. 2 ΚΠολΔ), χωρίς η πιστώτρια αυτή να θεωρείται πως αντιπροσωπεύεται από τους λοιπούς παρισταμένους πιστωτές.

Η αιτούσα με την κρινόμενη αίτησή της, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τις αναφερόμενες σ’ αυτήν (αίτηση) πιστώτριές της, ζητά, όπως σαφώς συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της αίτησης, τη ρύθμιση αυτών, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση, όπως αυτή ειδικότερα εκτίθεται, με σκοπό την κατά ένα μέρος απαλλαγή της από τις οφειλές της καθώς και την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας της.

Η αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρ. 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 Ν. 3869/2010, όπως μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4161/2013 ισχύει σήμερα), ενώ όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ άρθ. 13 παρ. 2 του ίδιου παραπάνω νόμου (βλ. σχετικές βεβαιώσεις των Γραμματέων του Δικαστηρίου αυτού και του Ειρηνοδικείου Αθηνών), δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή σε άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει εκδοθεί απόφαση για ρύθμιση με απαλλαγή από τις οφειλές της. Περαιτέρω είναι ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα κατά νόμο (άρθ. 4 παρ. 1 Ν.3869/2010, όπως μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4161/2013 ισχύει σήμερα) στοιχεία, ήτοι: 1) μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της αιτούσας - φυσικού προσώπου, 2) κατάσταση της περιουσίας της και των εισοδημάτων της, 3) κατάσταση των πιστωτών της και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, 3) σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της και 4) αίτημα ρύθμισης αυτών με σκοπό την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή της (Αθ. Κρητικός, σελ. 91, αριθ. 5 και 6, Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Αρμεν. 64-Ανάτυπο, σελ. 1477), απορριπτομένων των σχετικών αναφορικά με θέματα πέραν των ως άνω απαιτουμένων για το ορισμένο της αιτήσεως ισχυρισμών των πιστωτριών περί αοριστίας της (αιτήσεως), τα οποία αφορούν την αποδεικτική διαδικασία.

Ειδικότερα ως προς τη μη αναφορά του χρόνου ανάληψης κάθε οφειλής, η οποία δεν απαιτείται για την κατά νόμο πληρότητα της αιτήσεως και το ορισμένο αυτής, πρέπει να επισημανθούν τα εξής: τα προς ρύθμιση χρέη δεν θα πρέπει να έχουν αναληφθεί τον τελευταίο χρόνο πριν την κατάθεση της αιτήσεως, τούτο δε, αποτελεί προϋπόθεση της νομικής βασιμότητας της αιτήσεως. Ωστόσο αποτελεί ισχυρισμό τον οποίο οφείλουν να προτείνουν και να αποδείξουν οι πιστωτές, οι οποίοι σαφώς γνωρίζουν ο καθένας χωριστά, για το χρόνο ανάληψης των χρεών απ’ αυτούς, για τα εισφερόμενα προς ρύθμιση χρέη, προκειμένου το αίτημα για τη ρύθμιση αυτών των χρεών να απορριφθεί ως μη νόμιμο (Ιάκωβος Βενιέρης - Θεόδωρος Κατσάς, Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, εκδ. 2011, σελ.137). Υπέρ της ανωτέρω θέσεως επιχείρημα αντλείται εκ του γεγονότος ότι ο νομοθέτης στην υποχρέωση χορήγησης κατάστασης των οφειλών από τα πιστωτικά ιδρύματα στους δανειολήπτες, κατά κεφάλαιο τόκους και έξοδα, δεν συμπεριέλαβε και την υποχρέωση επισημείωσης του χρόνου κατάρτισης των συμβάσεων και ανάληψης των σχετικών οφειλών, κατά συνέπεια λοιπόν το βάρος απόδειξης του παραπάνω ισχυρισμού βαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα (ΕιρΘεσ/νίκης 10098/2013, αδημ.). Περαιτέρω, η αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ. 3, 8, 9, 11 του Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4161/2013, πλην του αιτήματος να αναγνωριστεί ότι με την τήρηση της δικαστικής ρυθμίσεως θα επέλθει η απαλλαγή της αιτούσας από τυχόν υπόλοιπο χρεών της, το οποίο είναι αβάσιμο, αφού η αιτούμενη αναγνώριση δεν αποτελεί υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας κατ’ άρθρ. 739 του ΚΠολΔ, ώστε να κριθεί κατά την εφαρμοζόμενη εν προκειμένω διαδικασία. Πάντως το αίτημα να απαλλαγεί ο υπερχρεωμένος οφειλέτης (και όχι το αίτημα αναγνώρισης της απαλλαγής) από κάθε υπόλοιπο οφειλής κατ’ άρθρ. 11 παρ.1 του Ν 3869/2010 συνιστά αίτημα και περιεχόμενο μεταγενέστερης αιτήσεως που υποβάλλει στο Δικαστήριο μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως του άρθρου 4 παρ.1 του αυτού νόμου (ΕιρΚορ 89/2013, δημ. ΝΟΜΟΣ). Κατά τα λοιπά και εφόσον δεν επιτεύχθηκε ο προδικαστικός συμβιβασμός μεταξύ της αιτούσας και των πιστωτριών της, πρέπει η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της δεύτερης και τρίτης των πιστωτριών προέβαλαν την ένσταση της δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε αδυναμία πληρωμής λόγω του υπέρμετρου δανεισμού της, διότι έκανε αλόγιστη λήψη δανείων προκειμένου να συμπληρώνει το εισόδημά της και να εξασφαλίσει ένα βιοτικό επίπεδο ζωής ανώτερο από αυτό που της επέτρεπε το μηνιαίο εισόδημά της, ενώ ήδη γνώριζε ότι βάσει των οικονομικών της δυνατοτήτων δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις. Η ένσταση αυτή τυγχάνει απορριπτέα κατά την ανωτέρω θεμελίωσή της, προεχόντως ως απαράδεκτης λόγω της αοριστίας αυτής. Τούτο δε διότι, δε νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη της δανειακής υποχρέωσης της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής, αλλά απαιτείται και να προκάλεσε στους δανειολήπτες την άγνοια της επισφάλειας. Εν προκειμένω δε, δεν εξειδικεύονται οι συγκεκριμένες ενέργειες, με τις οποίες η αιτούσα απέκρυψε από τους πιστωτές της την οικονομική της κατάσταση και το σύνολο των δανειακών της υποχρεώσεων, προκειμένου να τύχει περαιτέρω δανεισμού, δεδομένου ότι οι πιστώτριες τράπεζες έχουν όχι μόνο την δυνατότητα αλλά και την υποχρέωση να διακριβώσουν την δανειοληπτική ικανότητα και τις δανειακές υποχρεώσεις του λήπτη και λαμβανομένου υπόψη ότι για πολλά χρόνια η προσφορά των δανειακών προϊόντων λάμβανε χώρα με πρωτοβουλία των πιστωτικών ιδρυμάτων ακόμα και τηλεφωνικά και αφορούσε σημαντικά χρηματικά ποσά, χωρίς καν να προηγείται έλεγχος της οικονομικής κατάστασης και της φερεγγυότητας των δανειοληπτών (βλ. Παπαστάμου Χρυσάνθη, Νομικό Βήμα τ.59 τεύχος 6, Ειρ Αθ 15/2011, Ειρ Θεσ 5074/2011 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Το εκ των πιστωτών της αιτούσας νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ» πρόβαλε με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του κατά τη συζήτηση αλλά και με τις προτάσεις του τον ισχυρισμό ότι οι διατάξεις του Ν. 3869/2010 δεν εφαρμόζονται επί των απαιτήσεών του καθώς για τους οφειλέτες του ισχύουν οι διατάξεις των νόμων 2214/1994 και 3867/2010. Επί του παραπάνω ισχυρισμού η κρίση του Δικαστηρίου τούτου είναι η ακόλουθη: Κατά τη διάταξη του άρθρ. 2 ΑΚ ο νόμος ορίζει για το μέλλον, δεν έχει αναδρομική δύναμη και διατηρεί την ισχύ του εφόσον άλλος κανόνας δικαίου δεν το καταργήσει ρητά ή σιωπηρά. Η παραπάνω διάταξη εκφράζει τη γενικότερη αρχή του δικαίου περί μη αναδρομικότητας των νόμων, που αποβλέπει στην κατά το δυνατό βεβαιότητα των δικαιωμάτων ασφάλειας των συναλλαγών και σταθερότητας δικαίου, η οποία (αρχή) όμως δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και έτσι η διάταξη αυτή δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ. Επομένως ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται, κατ’ αρχήν, να προσδώσει στο νόμο αναδρομική ισχύ, με μόνο περιορισμό τη μη προσβολή συνταγματικώς προστατευόμενων δικαιωμάτων. Στο νόμο μπορεί να δοθεί αναδρομική δύναμη ρητώς ή σιωπηρώς (έμμεσα), όταν δηλαδή από την έννοια και το σκοπό του συνάγεται νομοθετική βούληση περί αναδρομικής ισχύος του, ώστε να ρυθμιστούν και περασμένα γεγονότα ή σχέσεις του παρελθόντος. Εξαιρέσεις από το επιτρεπτό της αναδρομικής ισχύος του νόμου προβλέπονται στο Σύνταγμα από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 (επιβολή ποινών) και 78 παρ. 2 (επιβολή φόρου) του Συντάγματος. Από την απόλυτη απαγόρευση στο Σύνταγμα της αναδρομικότητας των νόμων που ορίζουν οι συνταγματικές διατάξεις, συνάγεται, ότι στις άλλες περιπτώσεις η αναδρομική ισχύς είναι μεν επιτρεπτή, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τα όρια που θέτουν τα άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος, καθώς και οι υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διατάξεις των άρθρων 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέση εν ισχύι νόμους, ους ήθελε κρίνη αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Στην κατά τα παραπάνω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και μάλιστα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ.ΑΠ 40/1998). Έτσι, σύμφωνα, με τη ρύθμιση της ως άνω διεθνούς συνθήκης, μέσω της αναδρομικής ισχύος νόμου είναι δυνατόν να επέρχεται απόσβεση ή κατάργηση δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί με προγενέστερο νόμο, μόνον εφόσον η κατάργηση ή απόσβεση επιβάλλεται για λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος ή ωφέλειας, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων, αφού διαφορετικά η έναντι του κοινού νομοθέτη προστασία των περιουσιακών αυτών δικαιωμάτων θα έμενε χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα (Ολ.ΑΠ 6/2007 ΕΕμπΔ 2007, 715). Σιωπηρή κατάργηση ενός νόμου από άλλον συντρέχει, όταν από την έννοια του περιεχομένου του προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι ο νεότερος νόμος αποσκοπεί στην κατάργηση του παλαιού γενικού ή ειδικού και μάλιστα με ρύθμιση του ίδιου θέματος κατά τρόπο αντίθετο και ασυμβίβαστο προς αυτή του παλαιού. Έτσι, η αρχή της καταργήσεως του προγενέστερου νόμου με νεότερο δεν εφαρμόζεται, όταν ο νεότερος νόμος είναι γενικός και ο παλαιός ειδικός, εκτός αν από την έννοια του περιεχομένου του νεότερου νόμου προκύπτει, ότι αυτός αποσκοπούσε στην κατάργηση του ειδικού νόμου (ΑΠ 263/1982 ΝοΒ 31, 197, ΑΠ 945/1973 ΝοΒ 22,495, ΕφΑθ 7152/2006 ΕλΔνη 2007,536, ΕφΑθ 13168/1988 ΕλΔνη 1990,826). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Ν. 2214/1994 «Αντικειμενικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 75 Α΄), για την εξυπηρέτηση και ασφάλιση των τοκοχρεωλυτικών δανείων που χορηγούνται από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για την απόκτηση πρώτης κατοικίας από δημόσιους υπάλληλους, τους συνταξιούχους και τους λοιπούς δικαιούμενους, κατά την κείμενη νομοθεσία, κάθε δανειζόμενος υποχρεούται να εκχωρήσει υπέρ του δανειστή α) μέχρι τα 6/10 όλων γενικά των τακτικών μηνιαίων απολαβών τους (μισθός, επιδόματα, μηνιαία αναλογία δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, ΔΙΒΕΕΤ, κλπ), β) μέχρι τα 6/10 της κανονισθησόμενης κύριας και επικουρικής συντάξεως του και όλων γενικά των μερισμάτων και άλλων παροχών, που τακτικά λαμβάνουν από τα ασφαλιστικά τους Ταμεία και γ) τα 3/4 από το εφάπαξ βοήθημα που χορηγείται σε αυτόν από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα ή από την οριζόμενη από την εργατική νομοθεσία αποζημίωση λόγω λύσεως της εργασιακής σχέσεως (παρ. 1). Οι πιο πάνω εκχωρήσεις είναι ισχυρές καταργούμενης κάθε αντιθέτου γενικής ή ειδικής διατάξεως (παρ. 2). Κατά τη διάταξη δε του άρθρ. 19 Ν. 2322/1995 (ΦΕΚ Α΄ 143), οι ρυθμίσεις του άρθρου 62 του ν. 2214/1994 ισχύουν και στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Τροποποιήσεις και συμπληρώσεις στο άρθρο 62 Ν. 2214/1994 επέφεραν οι νόμοι 3453/2006 (ΦΕΚ Α΄74/7.4.2006) και 3867/2010 (ΦΕΚ Α΄128/3-8-2010). Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 6 του Ν. 3867/2010, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, μπορούν να καθορίζονται όροι εξυπηρέτησης, επί μέρους συμφωνίες των δανειακών συμβάσεων και η διευθέτηση των τόκων υπερημερίας των μη κανονικά εξυπηρετούμενων οποιουδήποτε είδους δανειακών συμβάσεων, που έχει χορηγήσει προς φυσικά πρόσωπα το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Παρά την άποψη που αρχικώς επικράτησε στη νομολογία, ότι οι οφειλές προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δεν μπορούν να ρυθμιστούν δικαστικά με τις λοιπές οφειλές, σύμφωνα με το ν.3869/2010 και ότι με τις παραπάνω ειδικές για το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων διατάξεις ορίζεται εκ του νόμου εκχώρηση, κατά τα ποσοστά, που αναφέρονται, επί των αποδοχών του δανειολήπτη για την εξόφληση του δανείου και η διαδικασία ρυθμίσεως των μη κανονικά εξυπηρετούμενων δανείων, που έχει χορηγήσει το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, στη νεότερη νομολογία έχει επικρατήσει η ορθότερη, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, άποψη ότι οι οφειλές προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δεν εξαιρούνται από την υπαγωγή τους στο ν.3869/2010 (βλ. αναλυτική επιχειρηματολογία στον Βενιέρη-Κατσά, ό.π. σελ. 87-88, και ενδεικτικά ΕιρΘεσ 6758/2011, ΕιρΘεσ 8185/2011, ΕιρΘεσ 1168/2011 (αδημ.), ΕιρΚιλκ 70/2011 (αδημ.), ΕιρΚρωπ 229/2012, ΕιρΚαλυμν 1/2012, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕιρΠειρ 68/2012 δημ. στη Νόμος) και ότι οι διατάξεις του Ν. 3869/2010, καίτοι είναι γενικότερες σε σχέση με αυτές του άρθρ. 62 Ν. 2214/1994 και του άρθρ. 25 Ν. 3867/2010, κατήργησαν σιωπηρά κάθε άλλη προηγούμενη διάταξη, που ρυθμίζει τον τρόπο αποπληρωμής των δανείων, τα οποία δεν εξυπηρετούνται κανονικά, καθόσον με τις διατάξεις του Ν. 3869/2010 σκοπείται η ελάφρυνση των δανειοληπτών από την υπερχρέωση μέσω της λήψης παντός είδους δανείων και η αποκατάσταση της παραγωγικής τους δυνατότητας, η οποία υποσκάπτεται από το βάρος των χρεών τους (ο απεγκλωβισμός των δανειοληπτών από την περιθωριοποίηση λόγω της υπερχρέωσης, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 3869/2010), έτσι ώστε η αποδυνάμωση των (ενοχικών) δικαιωμάτων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου (και όχι η κατάργησή τους, καθόσον με τις ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010 τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να ικανοποιηθούν συμμέτρως ή προνομιακώς στην περίπτωση, που έχουν εμπράγματη εξασφάλιση σε σχέση με τους υπόλοιπους πιστωτές του οφειλέτη) να επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, ενώ η προνομιακή μεταχείριση των ανωτέρω πιστωτικών ιδρυμάτων (από τα οποία, μάλιστα, το δεύτερο έχει τη νομική μορφή της ανώνυμης εταιρείας) έναντι των υπολοίπων πιστωτών (ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών) με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις νόμου δεν είναι ανεκτή δικαιοπολιτικά, διότι ο νομοθέτης με το νόμο για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα θέλησε να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του οι χρηματικές οφειλές από δάνεια προς όλους τους πιστωτές (ιδιώτες και μη), επιπρόσθετα δε, στην περίπτωση, που ήθελε να εξαιρέσει του νόμου αυτού τις οφειλές προς τα ανωτέρω δύο πιστωτικά ιδρύματα, το πρώτο από τα οποία είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, θα το είχε πράξει ρητώς, όπως στην περίπτωση των οφειλών από τέλη προς ΝΠΔΔ (άρθρ. 1 παρ. 2 στοιχ. β), οι οποίες, όπως και οι λοιπές οφειλές της ίδιας ως άνω διάταξης (εξαιρούμενες της ρύθμισης χρεών και απαλλαγής), προέρχονται από την άσκηση δημόσιας εξουσίας ή από σχέσεις δημοσίου δικαίου, περιπτώσεις δηλαδή στις οποίες το φυσικό πρόσωπο έχει την ιδιότητα του διοικούμενου (οφειλές από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους ΟΤΑ, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, ασφαλιστικές εισφορές) και όχι του ιδιώτη-αντισυμβαλλόμενου (πιστούχου) κατ’ άρθρ. 361 ΑΚ, ενώ η ίδια ως άνω διάταξη νόμου δεν διαλαμβάνει τίποτε για οφειλές από δάνεια, που χορήγησαν ν.π.δ.δ., όπως είναι εν προκειμένω το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Με βάση, λοιπόν, το παραπάνω σκεπτικό, το Δικαστήριο αυτό αποφαίνεται ότι ο ισχυρισμός του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων περί εξαίρεσης των απαιτήσεών του έναντι της αιτούσας από την ρύθμιση του Ν. 3869/2010, είναι αβάσιμος και κατά συνέπεια οι απαιτήσεις του έναντι αυτής πρέπει να συμπεριληφθούν στο διαθέσιμο εισόδημά της για την ικανοποίηση όλων των αναφερομένων στην αίτηση πιστωτών της με βάση τις σχετικές ρυθμίσεις του ανωτέρω νόμου.

Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης της αιτούσας της οποίας η κατάθεση εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, από το σύνολο των μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής: Η αιτούσα, …………………., γεννηθείσα το έτος 1945, είναι συνταξιούχος, πρώην δημοτική υπάλληλος στο Δήμο ………………… και έχει δύο ενήλικα τέκνα, τον ……………….. και την ……………….., γεννηθέντα τα έτη ……….. και ………… αντίστοιχα, εκ των οποίων ο πρώτος έχει ανεξαρτητοποιηθεί οικονομικά και έχει αποχωρήσει από την πατρική οικία και η δεύτερη είναι άνεργη, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως κάρτα ανεργίας και διαμένει μαζί με την αιτούσα. Μοναδικό της εισόδημα αποτελεί η σύνταξη που λαμβάνει από το ΙΚΑ, αφενός ως πρώην δημοτική υπάλληλος, ύψους 463,78 ευρώ μηνιαίως και αφετέρου ως χήρα συνταξιούχου ΙΚΑ, ύψους 726,92 ευρώ μηνιαίως, ήτοι το ποσό της σύνταξης που εισπράττει μηνιαίως ανέρχεται στα 1.190,70 ευρώ. Όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα και δηλώσεις φόρου εισοδήματος το οικονομικό έτος 2011 (εισοδήματα έτους 2010) το συνολικό δηλωθέν εισόδημά της ήταν 19.461,67 ευρώ, το οικονομικό έτος 2012 (εισοδήματα έτους 2011) το εισόδημά της ανερχόταν στο ποσό των 18.618,37 ευρώ, ενώ για το οικονομικό έτος 2013 (εισοδήματα έτους 2012) τα εισοδήματά της μειώθηκαν περαιτέρω, ανερχόμενα στο ποσό των 17.891,70 ευρώ. Η αιτούσα διαμένει μαζί με την ενήλικη κόρη της σε ιδιόκτητη οικία στο Πολύχρονο Χαλκιδικής και ειδικότερα σε ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα που βρίσκεται σε συγκρότημα τριών κτιρίων κατοικιών με υπόγειο και ειδικότερα στο ισόγειο της Ε οικοδομής, το οποίο φέρει χαρακτηριστικό αριθμό .........., εμβαδού 73,63 τ.μ., το οποίο κείται εντός αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια της άλλοτε Κοινότητας Πολυχρόνου και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος Πολυχρόνου του Δήμου Παλλήνης του Νομού Χαλκιδικής και στη θέση "Καμπούδι", εκτάσεως 2.220 τ.μ., συνορευόμενο γύρω βόρεια με αμμώδη έκταση (παραλία Τορωναίου Κόλπου), νότια με την παλιά επαρχιακή οδό Πολυχρόνου Χαλκιδικής, ανατολικά με αγρό .........., .......... και .......... και δυτικά με αγρό .......... και ........... Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού της ότι το εν λόγω ακίνητο αποτελεί την κύρια κατοικία της, η αιτούσα προσκομίζει, κατόπιν αιτήματος κατ’ άρθρο 451 ΚΠολΔ του πληρεξούσιου δικηγόρου της τέταρτης των καθ’ ων, λογαριασμούς ΔΕΚΟ από τους οποίους προκύπτει η κατανάλωση ρεύματος και νερού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Το παραπάνω ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα της αιτούσας δυνάμει του υπ' αριθμόν .......... συμβολαίου αγοραπωλησίας ακινήτου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης .........., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα την 01-08-1983 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας Χαλκιδικής, στον τόμο .......... και αριθμό .......... σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμόν .......... Πράξη Κατάργησης της Διαλυτικής Αίρεσης του ιδίου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα την 10-01-1985 στα βιβλία μεταγραφών του ως άνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο .......... και αριθμό .......... Επί του παραπάνω ακινήτου έχει εγγράφει στα βιβλία Υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας την 02-05-2008, στον τόμο .......... με αριθμό .........., Προσημείωση Υποθήκης υπέρ της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «..........», για το ποσό των εκατόν σαράντα τεσσάρων ευρώ (144.000 ευρώ), πλέον τόκων και εξόδων, δυνάμει της με αριθμό .......... απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), προς εξασφάλιση απαίτησης της εν λόγω τραπεζικής εταιρίας προερχόμενη: α) από τη με αριθμό ........../16-04-2008 σύμβαση στεγαστικού δανείου και από την από 16-04-2008 πρόσθετη πράξη αυτής και β) από τη με αριθμό ........../16-04-2008 σύμβαση δανείου και την από 16-04-2008 πρόσθετη πράξη αυτής ποσών α) 120.000 ευρώ και β) 10.000 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά 130.000 ευρώ.

Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την υποβολή της υπό κρίση αίτησης, η αιτούσα είχε αναλάβει έναντι των πιστωτριών τα παρακάτω χρέη, τα οποία τόσο ως προς τους ανέγγυους όσο και ως προς τους ενέγγυους πιστωτές της κατά πλάσμα του νόμου θεωρούνται ληξιπρόθεσμα με την κοινοποίηση της αιτήσεως και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον χρόνο κοινοποίησης της αίτησης σε καθένα πιστωτή, με εξαίρεση τα κατωτέρω εμπραγμάτως ασφαλισμένα δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι τον χρόνο έκδοσης της απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 ν. 3869/2010). Ειδικότερα: 1) Στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «..........», οφείλει το ποσό των χιλίων τετρακοσίων τριάντα ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (1.430,63 €) και συγκεκριμένα δυνάμει της με αριθμό 5212039792074 σύμβασης λογαριασμού ορίου υπερανάληψης, στην οποία η αιτούσα ενέχεται ως οφειλέτιδα, οφείλει για κεφάλαιο 1.296,21 ευρώ, τόκους 97,52 ευρώ και έξοδα 36,90 ευρώ έως 11.07.2013. 2) Στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «..........», οφείλει συνολικά το ποσό των εκατόν δέκα έξι χιλιάδων είκοσι πέντε ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (116.025,25 ευρώ), εκ των οποίων το ποσό των 110.704,03 ευρώ είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένο. Ειδικότερα: α) Δυνάμει της με αριθμό .......... σύμβασης καταναλωτικού δανείου, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτιδα, οφείλει 10.004,52 ευρώ (κεφάλαιο 9.891,71 ευρώ τόκοι 68,81 και έξοδα 44,00 ευρώ ως 29.06.2013). Η εν λόγω οφειλή είναι εξασφαλισμένη με την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί της ως άνω κύριας κατοικίας της αιτούσας στο Πολύχρονο Χαλκιδικής, β) Δυνάμει της με αριθμό .......... σύμβασης καταναλωτικού δανείου, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτιδα, οφείλει 5.321,22 ευρώ (κεφάλαιο 5.239,82 ευρώ και τόκοι 81,40 ευρώ έως 20.06.2013), γ) Δυνάμει της με αριθμό 2067709 σύμβασης στεγαστικού δανείου, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτιδα, οφείλει 100.699,51 ευρώ (κεφάλαιο 100.262,06 ευρώ και τόκοι 437,45 ευρώ έως 02.07.2013). Η εν λόγω οφειλή είναι εξασφαλισμένη με την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί της ως άνω κύριας κατοικίας της αιτούσας στο Πολύχρονο Χαλκιδικής. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι δεν προκύπτουν οι τόκοι πέραν της ως άνω ημερομηνίας και μέχρι του χρόνου εκδόσεως της αποφάσεως, μέχρι του οποίου χρονικού σημείου συνεχίζουν να εκτοκίζονται οι ως άνω εμπραγμάτως ασφαλισμένες απαιτήσεις της καθ’ ης, αφού η πιστώτρια δεν προβαίνει στον υπολογισμό τους κατά μήνα τουλάχιστον μέχρι το χρόνο συζήτησης της αίτησης, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να προβεί αναλογικά στον υπολογισμό τους μέχρι το χρόνο έκδοσης της απόφασης του, 3) Στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «..........», οφείλει το ποσό των εννέα χιλιάδων τριακοσίων ενός ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (9.301,54 ευρώ) και ειδικότερα δυνάμει της με αριθμό 2069025818 σύμβασης καταναλωτικού δανείου, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτιδα, οφείλει για κεφάλαιο 9.117,66 ευρώ και τόκους 183,88 ευρώ έως 05.07.2013. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αιτούσα οφείλει στην παραπάνω πιστώτρια για τόκους το ποσό των 3,00 ευρώ δυνάμει της με αριθμό .......... σύμβασης λογαριασμού υπερανάληψης, η οποία ωστόσο οφειλή είναι μηδαμινή σε σχέση με το σύνολο των οφειλών της αιτούσας και γι’ αυτό δεν κρίνεται από το Δικαστήριο αναγκαίο να συμπεριληφθεί στη ρύθμιση. Εξάλλου, ακόμη και στην αναλυτική κατάσταση οφειλών που χορήγησε στην αιτούσα η συγκεκριμένη τραπεζικής εταιρίας, δεν αναφέρεται το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης της παραπάνω οφειλής, δεδομένου ότι είναι πάρα πολύ μικρή και δεν αφορά κεφάλαιο αλλά τόκους, 4) Στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «..........», οφείλει το ποσό των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων δέκα έξι ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (9.516,71 ευρώ) και ειδικότερα: α) Δυνάμει της με αριθμό λογαριασμού .......... σύμβασης πιστωτικής κάρτας, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτιδα, οφείλει 1.354,81 ευρώ (κεφάλαιο 1.266,16 ευρώ και τόκοι 88,65 ευρώ έως 14.06.2013), β) Δυνάμει της με αριθμό .......... σύμβασης καταναλωτικού δανείου «Καταναλωτική Πίστη», στην οποία ενέχεται ως οφειλέτιδα, οφείλει 8.161,90 ευρώ (κεφάλαιο 7.800,42 ευρώ και τόκοι 361,48 ευρώ έως 12.06.2013). Επίσης, η αιτούσα οφείλει στην συγκεκριμένη πιστώτρια δυνάμει της με αριθμό λογαριασμού .......... σύμβασης πιστωτικής κάρτας, το ποσό των κεφάλαιο 0,59 ευρώ, η οποία οφειλή κρίνεται ομοίως ότι δεν πρέπει να συμπεριληφθεί στη ρύθμιση, λόγω του πολύ μικρού ύψους της, 5) στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ», οφείλει το ποσό των δέκα έξι χιλιάδων σαράντα έξι ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (16.046,44 ευρώ) δυνάμει της με αριθμό ........... σύμβασης επισκευαστικού - βελτιωτικού δανείου και ειδικότερα οφείλει για ανεξόφλητο υπόλοιπο κεφάλαιο στις 30.06.2013 το ποσό των 12.325,24 ευρώ και για ληξιπρόθεσμο χρέος από μη κανονική εξυπηρέτηση τοκοχρεολυτικών δόσεων το ποσό των 3.721,20 ευρώ (περιλαμβάνεται τόκος υπερημερίας 1.367,78 ευρώ). Συνεπώς το συνολικό ύψος των οφειλών της αιτούσας προς τις πιστώτριές της ανέρχεται στο ποσό των 152.320,57 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 110.704,03 ευρώ είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένο.

Η αιτούσα λόγω του θανάτου του συζύγου της, ο οποίος απεβίωσε το έτος 2006 και της επακόλουθης σημαντικής μειώσεως των εισοδημάτων της, λαμβάνοντας υπόψη και την αντιστρόφως ανάλογη αύξηση του κόστους ζωής και των αλλεπάλληλων φορολογικών επιβαρύνσεων και λοιπών δημοσιονομικών μέτρων των τελευταίων ετών, αλλά και λόγω των υψηλών επιτοκίων που ισχύουν στο χώρο των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων, έχει περιέλθει σε αδυναμία πληρωμής και εξυπηρέτησης του κύριου όγκου των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών της προς τις πιστώτριες. Η σχέση μεταξύ της ρευστότητας και των οφειλών της κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο είναι αρνητική, υπό την έννοια ότι, μετά από την αφαίρεση των δαπανών για την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών της, η υπολειπόμενη ρευστότητα δεν της επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών της ή τουλάχιστον σε ουσιώδες μέρος τους, ενώ δεν αναμένεται να βελτιωθεί τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας και των συνεχώς αυξανόμενων δανειακών της υποχρεώσεων εξαιτίας της επιβάρυνσης των δανείων με τόκους υπερημερίας. Έτσι συντρέχει στην περίπτωση της αιτούσας μόνιμη και διαρκής πραγματική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της προς τις πιστώτριες, η οποία δεν αποδείχτηκε ότι οφείλεται σε δολιότητα. Τούτο διότι δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη δανειακής υποχρεώσεως, της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής, αλλά απαιτείται και η από τον δανειολήπτη πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές. Δεν αποδείχτηκε εν προκειμένω ότι η αιτούσα με συγκεκριμένες ενέργειές της απέκρυψε από τις πιστώτριές της την οικονομική της κατάσταση και το σύνολο των δανειακών της υποχρεώσεων, προκειμένου να τύχει περαιτέρω δανεισμού, δεδομένου ότι οι πιστωτές έχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουν, εκτός από την έρευνα των οικονομικών στοιχείων των υποψήφιων πελατών τους, μέσω εκκαθαριστικού σημειώματος ή βεβαίωσης αποδοχών, και τις τυχόν δανειακές τους υποχρεώσεις σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα και την εν γένει οικονομική τους συμπεριφορά (ύπαρξη ακάλυπτων επιταγών, κατασχέσεων κλπ.), μέσω του συστήματος «Τειρεσίας» και λαμβανομένου υπόψη ότι για πολλά χρόνια η προσφορά των δανειακών προϊόντων λάμβανε χώρα με πρωτοβουλία των πιστωτικών ιδρυμάτων ακόμα και τηλεφωνικά και αφορούσε σημαντικά χρηματικά ποσά, χωρίς καν να προηγείται έλεγχος της οικονομικής κατάστασης και της φερεγγυότητας των δανειοληπτών (βλ. Παπαστάμου Χρυσάνθη, Νομικό Βήμα τ.59 τεύχος 6, ΕιρΑθ 15/2011, ΕιρΘεσ 5074/2011 ΤΝΠ Νόμος). Η αιτούσα δε διαθέτει καμία άλλη πηγή εισοδήματος, πλην του προαναφερόμενου εισοδήματός της από τη σύνταξή της, ενώ δεν αποδείχτηκε ότι διαθέτει καταθέσεις και τίτλους σε πιστωτικά ιδρύματα.

Περαιτέρω και σε ό, τι αφορά την περιουσιακή κατάσταση της αιτούσας, η τελευταία διαθέτει τα κάτωθι περιουσιακά στοιχεία: 1) την πλήρη κυριότητα του προπεριγραφομένου αυτοτελούς και διηρημένου διαμερίσματος, εμβαδού 73,63 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "Καμπούδι", στην κτηματική περιφέρεια της άλλοτε Κοινότητας Πολυχρόνου και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος Πολυχρόνου του Δήμου Παλλήνης του Νομού Χαλκιδικής. Το εν λόγω ακίνητο αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας, στην οποία αυτή τη στιγμή φιλοξενείται και η ενήλικη κόρη της. Η αντικειμενική αξία του παραπάνω ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 38.097,70 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενο έντυπο Κ1 για τον υπολογισμό αντικειμενικής αξίας). Εφόσον δε η αιτούσα υπέβαλε αίτημα για την εξαίρεση της εν λόγω κατοικίας από τη ρευστοποίηση της περιουσίας της, αυτή (η εξαίρεση) είναι πλέον υποχρεωτική για το Δικαστήριο, δεδομένου ότι η αντικειμενική αξία της δεν υπερβαίνει το αφορολόγητο όριο πρώτης κατοικίας για έγγαμο φορολογούμενο με δύο τέκνα, προσαυξημένο κατά 50%, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεσή της από την εκποίηση, 2) ποσοστό 12,5% εξ αδιαιρέτου από ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα κείμενο στον έκτο (6°), μετά το ισόγειο, όροφο (έκτο εξώστη), το οποίο είναι το μεσαίο εκ των τριών διαμερισμάτων που έχουν πρόσοψη επί της οδού .........., και αποτελείται από δυο κύρια δωμάτια, σαλοτραπεζαρία, διάδρομο, χώλ, μαγειρείο και λουτροαποχωρητήριο. Έχει εμβαδό μετά των κοινοχρήστων περίπου 77 μ2 (μικτά) και όγκο μετά των κοινοχρήστων περίπου 217 μ3, μετά ποσοστού οικοπέδου 1,23/100 εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου και επί των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων, μερών και εγκαταστάσεων της όλης οικοδομής, 3) ποσοστό 12,5% εξ αδιαιρέτου από ένα αυτοτελές και διηρημενο διαμέρισμα κείμενο στον τρίτο (3°), μετά το ισόγειο, όροφο (τρίτος εξώστης) και είναι το μεσαίο από τα τρία διαμερίσματα που έχουν πρόσοψη στην οδό .......... Το εν λόγω διαμέρισμα αποτελείται από δυο κύρια δωμάτια, σαλοτραπεζαρία, διάδρομο, χωλ, μαγειρείο και λουτρο-αποχωρητήριο, έχει δε εμβαδό μετά των κοινοχρήστων περίπου 77 μ2, και όγκο με τα των κοινοχρήστων περίπου 217μ3 (μικτά), μετά ποσοστού οικοπέδου 1,23/100 εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου και επί των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων, μερών και εγκαταστάσεων της όλης οικοδομής. Τα ως άνω υπό στοιχείο (2) και (3) αυτοτελή και διηρημένα διαμερίσματα βρίσκονται στη δεύτερη εκ των τριών πολυώροφων οικοδομών που κτίστηκαν σε οικόπεδο συνολικής έκτασης 812 μ2 περίπου, το οποίο κείται εντός της πόλεως Θεσσαλονίκης του ομώνυμου Δήμου και συγκεκριμένα επί των οδών .......... αρ. …… και ιδιωτικής οδού Ιερού Ναού .......... Τα ως άνω ποσοστά 12,5% επί των εν λόγω υπό στοιχείο (2) και (3) διαμερισμάτων περιήλθαν στην κυριότητά της αιτούσας δυνάμει της με αριθμό .......... από 10/12/2007 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης .........., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης στον τόμο .......... με αριθμό ........... Στα ίδια υπό στοιχείο (2) και (3) διαμερίσματα η αιτούσα είναι συγκυρία, συννομέας και συγκάτοχος, κοινά και αδιαίρετα α) κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου με τον …………………………., αδελφό του θανόντος συζύγου της, β) κατά ποσοστό 18,75% εξ αδιαιρέτου με τον υιό της ………………….. και γ) κατά ποσοστό 18,75% εξ αδιαιρέτου με τη θυγατέρα της ……………………. Επί των ως άνω (2) και (3) ακινήτων έχει εγγράφει στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης την 04-08-2011 στον τόμο .......... με αριθμό .......... η με αύξοντα αριθμό κατάθεσης …………./2011 αγωγή διανομής, την οποία άσκησε η αιτούσα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης από κοινού με τα τέκνα της κατά του αδελφού του συζύγου της, .........., με αίτημα την αυτούσια διανομή των επικοίνων ακινήτων με κλήρωση, άλλως την εκποίησή τους με εκούσιο πλειστηριασμό, με σκοπό να λάβει καθένας από τους διαδίκους κοινωνούς το μερίδιο που του αναλογεί, σύμφωνα με τα ποσοστά συνιδιοκτησίας του καθενός. Η εν λόγω αγωγή συζητήθηκε, ύστερα από αναβολή, στο ακροατήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την 17-12-2012 με αύξοντα αριθμό πινακίου .......... και εκδόθηκε επ’ αυτής η με αριθμό ……………/2013 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία την έκανε μερικά δεκτή και ειδικότερα: i) Διέταξε την αυτούσια διανομή με κλήρωση και σχηματισμό δύο κοινών μερίδων, λογιζόμενων ως ενιαίων, η μία εκ των οποίων θα περιέλθει, κατά πλήρη κυριότητα, στους ενάγοντες (ήτοι στην αιτούσα και τα δύο τέκνα της), ως ομάδα κοινωνών, και ειδικότερα, στην μεν πρώτη ενάγουσα (αιτούσα εν προκειμένω), κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου, στους δε λοιπούς (τα τέκνα της), κατά ποσοστό 37,50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα, και η άλλη θα περιέλθει, κατά πλήρη κυριότητα, στον εναγόμενο (………………, αδελφό του θανόντος συζύγου της), των ως άνω προαναφερθέντων οριζόντιων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων). Η πρώτη, υπό στοιχείο Α' κοινή μερίδα θα αποτελείται από το διαμέρισμα του τρίτου (3ου) ορόφου. Η δεύτερη, υπό στοιχείο Β', μερίδα θα αποτελείται από το διαμέρισμα του έκτου (6ου) ορόφου. Η διάδικη πλευρά, στην οποία, κατά την κλήρωση, θα τύχει η δεύτερη, υπό στοιχείο Β', μερίδα, που έχει ως αντικείμενο το ανωτέρω ακίνητο, αξίας 108.627,75 ευρώ, θα καταβάλει στην άλλη διάδικη πλευρά, στην οποία, κατά την κλήρωση, θα τύχει η πρώτη, υπό στοιχείο Α', μερίδα, αξίας 86.033,10 ευρώ, το ποσό των έντεκα χιλιάδων διακοσίων ενενήντα επτά χιλιάδων ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (11,297,32€), για την εξίσωση της μερίδας αυτής. ii) Παρέπεμψε την υπόθεση στον οριζόμενο με την απόφαση αυτή εντεταλμένο δικαστή για την κλήρωση, που θα γίνει ενώπιον του, σύμφωνα με τις ανωτέρω μερίδες και τους κλήρους που θα καταρτισθούν για να λάβει κάθε διάδικη πλευρά την μερίδα που θα τύχει σε αυτή. iii) Διόρισε εντεταλμένο Δικαστή τον .........., Πρωτόδικη του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ή το νόμιμο αναπληρωτή του, για τη διενέργεια της κληρώσεως ενώπιον του, αφού κληθούν όλοι οι διάδικοι, σε ημέρα και ώρα που θα ορισθεί από τον ίδιο, ή το νόμιμο αναπληρωτή του, κατόπιν αιτήσεως κάποιου διαδίκου, υποβληθείσα εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη νόμιμη κοινοποίηση της παρούσας απόφασης και iv) Επέβαλε τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της διανεμητέας περιουσίας, τα οποία όρισε συνολικά στο ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (5.871, 95 €), από τα οποία καταλόγισε στους ενάγοντες το ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (3.925, 35 €) και στον εναγόμενο το ποσό των χιλίων εννιακοσίων σαράντα έξι ευρώ και εξήντα λεπτών (1.946,60 €). Κατά της παραπάνω υπ’ αριθ. ……………/2013 αποφάσεως, ο εναγόμενος ……………… άσκησε την από 12-02-2014 και αύξοντα αριθμό κατάθεσης ………../2014 έφεση, η οποία δε συζητήθηκε μέχρι τη συζήτηση της παρούσας και επομένως, εφόσον δεν έχει εισέτι εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, στα προπεριγραφόμενα διαμερίσματα υπάρχει εκκρεμότητα από άποψη κυριότητας. Προσέτι, η εμπορική αξία ενός εκάστου εξ αυτών, λαμβανομένης υπόψη της παλαιότητάς τους (η οικοδομή στην οποία βρίσκονται κατασκευάστηκε το έτος 1961), του εμβαδού τους (77 τ.μ. μικτά), και του γεγονότος ότι δεν είναι ανακαινισμένα, εκτιμάται από το Δικαστήριο ότι υπολείπεται της αντικειμενικής τους αξίας και προσδιορίζεται στο ποσό των 53.000 ευρώ για καθένα από αυτά. Ήτοι η αξία του ποσοστού της αιτούσας επί ενός εκάστου εξ αυτών ανέρχεται στο ποσό των έξι χιλιάδων εξακοσίων είκοσι πέντε ευρώ (6.625,00€). Επομένως, ενόψει του γεγονότος ότι για τα συγκεκριμένα διαμερίσματα το καθεστώς κυριότητας δεν έχει κριθεί τελεσίδικα, ότι η αιτούσα διαθέτει ποσοστό συγκυριότητας επ’ αυτών (12,50%) και λαμβάνοντας υπόψη της εμπορικής αξίας του ποσοστού της, τα υπό (2) και (3) περιουσιακά στοιχεία της αιτούσας κρίνεται ότι δεν δύνανται να προκαλέσουν αγοραστικό ενδιαφέρον και σε κάθε περίπτωση δεν κρίνεται πρόσφορη η εκποίησή τους διότι, μετά την αφαίρεση και των εξόδων της σχετικής διαδικασίας (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κλπ) δεν θα απομείνει αξιόλογο τίμημα προς ικανοποίηση των πιστωτών της. Για τους παραπάνω λόγους το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η κατ’ αρθ. 9 παρ. 1 ν. 3839/10 εκποίησή τους. Τέλος, η αιτούσα έχει στην κυριότητά της το υπ’ αριθ. ……………. όχημα, μάρκας CITROEN, τύπου C3, 1.360 c.c., μοντέλου 2005, η εμπορική αξία του οποίου εκτιμάται από το Δικαστήριο ότι ανέρχεται στο ποσό των 2.500 ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση, το ως άνω όχημα, το οποίο είναι και το μοναδικό που διαθέτει η αιτούσα για τις μετακινήσεις της, δεν έχει κατά την κρίση του Δικαστηρίου αξιόλογη εμπορική αξία, ικανή να προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον, ούτε άλλωστε η πώλησή του θα αποφέρει σημαντικό ποσό μετά την αφαίρεση και των εξόδων της σχετικής διαδικασίας εκποίησης, για την ικανοποίηση συμμέτρως των πιστωτών της αιτούσας, γι’ αυτό και δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση.

Επομένως, συντρεχόντων όλων των προϋποθέσεων που ο νόμος ορίζει ως προς την υπαγωγή της αιτούσας στις διατάξεις του ν.3869/2010, η ρύθμιση των χρεών της θα γίνει με μηνιαίες καταβολές απευθείας στις πιο πάνω πιστώτριες επί πενταετία (άρθρ. 8 παρ.2 Ν. 3869/2010, όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρ. 8 αντικαταστάθηκε με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρ. 16 του Ν. 4161/2013), χρόνο που κρίνει εύλογο το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία της αιτούσας και το συνολικό ύψος των χρεών της, οι οποίες θ’ αρχίζουν, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, αμέσως από την κοινοποίηση προς αυτήν της παρούσας απόφασης. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, αφαιρουμένων των εξόδων για την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών οικογενειακών αναγκών της αιτούσας, με βάση τις συνθήκες ζωής και την ηλικία της, στις οποίες περιλαμβάνονται τα στοιχειώδη έξοδα για τροφή, ένδυση, ηλεκτροφωτισμό, ύδρευση, αυτά για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κλπ, το ποσό που μπορεί να διαθέσει η αιτούσα στις πιστώτριες ανέρχεται στο ποσό των τριακοσίων ογδόντα (380) ευρώ μηνιαίως. Το συνολικό ποσό των οφειλών της αιτούσας ανέρχεται στο ποσό των 152.320,57 ευρώ και το παραπάνω ποσό των τριακοσίων ογδόντα (380) ευρώ, κατ’ αναλογία θα διανεμηθεί συμμέτρως ως εξής: 1) προς την 1η πιστώτρια «..........» της οποίας η συνολική απαίτηση ανέρχεται σε 1.430,63 €, η αιτούσα είναι υποχρεωμένη να καταβάλει μηνιαίως 3,57 ευρώ (380 Χ 1.430,63: 152.320,57), 2) προς την 2η πιστώτρια, «..........», της οποίας η απαίτηση ανέρχεται συνολικά σε 116.025,25 ευρώ, η αιτούσα είναι υποχρεωμένη να καταβάλει μηνιαίως 289,45 ευρώ (380 Χ 116.025,25: 152.320,57), εκ των οποίων το ποσό των 24,96 ευρώ θα καταβάλλεται προς εξόφληση της υπό στοιχείο α οφειλής προς αυτήν, το ποσό των 13,27 ευρώ θα καταβάλλεται προς εξόφληση της υπό στοιχείο β οφειλής προς αυτήν και το ποσό των 251,22 ευρώ προς εξόφληση της υπό στοιχείο γ οφειλής προς αυτήν, 3) προς την 3η πιστώτρια «..........», της οποίας η απαίτηση ανέρχεται συνολικά σε 9.301,54 ευρώ, η αιτούσα είναι υποχρεωμένη να καταβάλει μηνιαίως 23,20 ευρώ (380 Χ 9.301,54: 152.320,57), 4) προς την 4η πιστώτρια «..........», της οποίας η απαίτηση ανέρχεται συνολικά σε 9.516,71 ευρώ, η αιτούσα είναι υποχρεωμένη να καταβάλει μηνιαίως 23,74 ευρώ (380 Χ 9.516,71: 152.320,57), εκ των οποίων το ποσό των 3,38 ευρώ θα καταβάλλεται προς εξόφληση της υπό στοιχείο α οφειλής προς αυτήν και το ποσό των 20,36 ευρώ θα καταβάλλεται προς εξόφληση της υπό στοιχείο β οφειλής προς αυτήν και 5) προς τον 5ο πιστωτή «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ», του οποίου η απαίτηση ανέρχεται συνολικά σε 16.046,44 ευρώ, η αιτούσα είναι υποχρεωμένη να καταβάλει μηνιαίως 40,03 ευρώ (380 Χ 16.046,44: 152.320,57). Σύμφωνα δε με την από 26-09-2013 και με αριθμό 97/2013 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη αυτού του Δικαστηρίου, η αιτούσα υποχρεώθηκε να καταβάλλει εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεώς της, το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ μηνιαίως, συμμέτρως διανεμόμενο στις καθ’ ων πιστώτριες, το οποίο θα συνυπολογιστεί στις καταβολές του άρθρ. 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2, που θα ορίσει το Δικαστήριο κατά την οριστική ρύθμιση, τόσο ως προς το ποσό όσο και ως προς το χρόνο τους κατ’ αρθρ. 5 παρ. 2 και 9 παρ. 4 ν. 3869/10. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα γραμμάτια είσπραξης των μετεχουσών πιστωτριών, η αιτούσα σε συμμόρφωση με την ως άνω προσωρινή διαταγή και συγκεκριμένα από τον Οκτώβρη του 2013 μέχρι και την έκδοση της παρούσας, δηλαδή επί 25 συνεχόμενους μήνες, προέβη σε καταβολές ποσού 300 ευρώ το μήνα, συμμέτρως διανεμόμενο στις καθ’ ων. Συνεπώς, το ποσό και ο χρόνος των γενόμενων αυτών καταβολών θα πρέπει να συνυπολογιστούν σ’ αυτόν της οριστικής ρύθμισης του αρθρ. 8 παρ. 2 για καταβολές επί 5ετία. Έτσι μετά το συνυπολογισμό του χρόνου των 25 μηνών των προσωρινών καταβολών, ο χρόνος της οριστικής ρύθμισης περιορίζεται σε 2 χρόνια και 11 μήνες. Όσον αφορά το ποσό, επειδή αυτό των προσωρινών καταβολών υπολείπεται αυτού της οριστικής ρύθμισης, η αιτούσα υποχρεούται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 ν. 3869/10 να εξοφλήσει το ποσό της διαφοράς μέσα σε ένα έτος από τη λήξη των καταβολών της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 ν. 3869/10. Το ποσό της διαφοράς ανέρχεται σε 80 ευρώ το μήνα (380 € - 300 €) και συνολικά σε 2.000 ευρώ (80 € Χ 25 μήνες), θα καταβληθεί δε αμέσως μετά τη λήξη της οριστικής ρύθμισης, μετά δηλαδή τα 2 χρόνια και 11 μήνες και μέσα σε ένα χρόνο από το χρονικό αυτό σημείο, εντόκως από το χρόνο αυτό της έναρξης του έτους, με επιτόκιο αυτό τω Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξανόμενο κατά 2,50 εκατοστιαίες μονάδες. Σημειωτέον ότι η απαλλαγή της αιτούσας κατά τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 ν. 3869/10 θα επέλθει μετά την ολοκλήρωση και των πιο πάνω συμπληρωματικών καταβολών, αφού αποτελούν μέρος της ρύθμισης των καταβολών του άρθρου 8 παρ. 2.

Περαιτέρω, η παραπάνω πρώτη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 πρέπει να συνδυαστεί με αυτήν του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/2010, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ 2 του άρθρου 17 του ν 4161/2013, δεδομένου ότι με τις μηνιαίες καταβολές επί πενταετία δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτριών της αιτούσας και προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας της από την εκποίηση, η οποία (εξαίρεση) είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο. Συνεπώς, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, για την οποία θα πρέπει να καταβάλει ποσό ίσο με το 80% της αντικειμενικής της αξίας, που όπως προαναφέρθηκε ανέρχεται στο ποσό των 38.097,70 ευρώ, η καταβολή του οποίου είναι υποχρεωτική από το νόμο (βλ. Ειρ.Πατρ. 407/13, 265/14 ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικός «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» 3η εκδ. σελ. 338 επ.). Επομένως, η αιτούσα θα πρέπει να καταβάλει ποσό ίσο με το 80% αυτής, που αποτελεί την κατά το νόμο πρόσθετη επιβάρυνση του οφειλέτη για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, δηλαδή αυτό των 30.478,16 ευρώ (38.097,70 Χ 80%). Όσον αφορά δε τη διάρκεια της τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης του ποσού αυτού, ο χρόνος αποπληρωμής θα πρέπει να οριστεί σε 5 χρόνια, λαμβανομένων υπόψη της διάρκειας των δανείων, του ύψους του χρέους που πρέπει να πληρώσει για τη διάσωση της κατοικίας της και της ηλικίας της αιτούσας (γεν: 1945). Έτσι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ανέρχεται σε 507,97 ευρώ, δηλαδή 30.478,16 ευρώ: 60 μήνες (5 χρόνια Χ 12 μήνες). Επίσης, θα πρέπει να χορηγηθεί στην αιτούσα περίοδος χάριτος τριών χρόνων και 11 μηνών, ώστε να μη συμπέσει η τελευταία αυτή ρύθμιση με την πιο πάνω ρύθμιση του άρθρου 8 παρ.2 ν. 3869/2010 των δύο χρόνων και έντεκα μηνών συν του επιπλέον ενός χρόνου για την καταβολή του ποσού της διαφοράς, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια την υπέρμετρη επιβάρυνση της αιτούσας, αντί της ελάφρυνσής της, σύμφωνα με τη νομοθετική βούληση, με κίνδυνο να φανεί ασυνεπής στις υποχρεώσεις της και να εκπέσει των ρυθμίσεων. Η καταβολή λοιπόν των δόσεων για τη διάσωση της κατοικίας της αιτούσας θα ξεκινήσει την 1η ημέρα του πρώτου μήνα τρία χρόνια και έντεκα μήνες μετά λήξη των καταβολών της προηγούμενης ρύθμισης του άρθρου 8 παρ.2. Η αποπληρωμή του ανωτέρω ποσού των 30.478,16 ευρώ θα έχει επομένως διάρκεια πέντε (5) ετών και θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Από τις καταβολές αυτές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσας θα ικανοποιηθεί προνομιακά η δεύτερη μετέχουσα πιστώτρια με την επωνυμία «..........» για τις εμπραγμάτως εξασφαλισμένες απαιτήσεις της που απορρέουν από την υπ’ αριθ. 200804165001000 σύμβαση καταναλωτικού δανείου και από την υπ’ αριθ. 2067709 σύμβαση στεγαστικού δανείου, όπως οι οφειλές αυτές θα έχουν διαμορφωθεί μετά τις καταβολές του άρθρου 8 παρ.2.

Ενόψει των παραπάνω πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία και να ρυθμιστούν οι αναφερόμενες στην αίτηση οφειλές της αιτούσας, όπως αναφέρεται στο διατακτικό. Η απαλλαγή της από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι των πιστωτριών της, θα επέλθει σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 11 παρ.1 ν. 3869/2010) μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που της επιβάλλονται με την απόφαση αυτή. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με την παρ.6 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 και δεν ορίζεται σχετικό παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τη μη παριστάμενη πιστώτρια, καθώς η άσκησή της δεν προβλέπεται εν προκειμένω (άρθρο 14 ν.3869/2010).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης των καθ’ ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.

ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της αιτούσας με μηνιαίες καταβολές συνολικού ποσού τριακοσίων ογδόντα (380) ευρώ, συμμέτρως διανεμόμενο προς τις πιστώτριές της, επί δύο χρόνια και έντεκα μήνες, οι οποίες θα ξεκινήσουν την 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση προς αυτήν της παρούσας απόφασης και θα είναι καταβλητέες έως την 10η ημέρα εκάστου μηνός, ως εξής: 1) προς την 1η πιστώτρια «..........» θα καταβάλλεται μηνιαίως το ποσό των 3,57 ευρώ, 2) προς την 2η πιστώτρια, «..........», θα καταβάλλεται μηνιαίως το ποσό των 289,45 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 24,96 ευρώ θα καταβάλλεται προς εξόφληση της υπό στοιχείο α οφειλής προς αυτήν, το ποσό των 13,27 ευρώ θα καταβάλλεται προς εξόφληση της υπό στοιχείο β οφειλής προς αυτήν και το ποσό των 251,22 ευρώ προς εξόφληση της υπό στοιχείο γ οφειλής προς αυτήν, 3) προς την 3η πιστώτρια «..........», θα καταβάλλεται μηνιαίως το ποσό των 23,20 ευρώ, 4) προς την 4η πιστώτρια «..........», θα καταβάλλεται μηνιαίως το ποσό των 23,74 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 3,38 ευρώ θα καταβάλλεται προς εξόφληση της υπό στοιχείο α οφειλής προς αυτήν και το ποσό των 20,36 ευρώ θα καταβάλλεται προς εξόφληση της υπό στοιχείο β οφειλής προς αυτήν και 5) προς τον 5ο πιστωτή «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ», θα καταβάλλεται μηνιαίως το ποσό των 40,03 ευρώ.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την αιτούσα να καταβάλει μέσα σε ένα έτος από τη λήξη των καταβολών της παραπάνω ρύθμισης, δηλαδή από τη λήξη του χρόνου των δύο ετών και έντεκα μηνών το ποσό των 2.000 ευρώ. Η καταβολή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως από το χρόνο της έναρξης του έτους μέσα στο οποίο πρέπει να καταβληθεί, με επιτόκιο αυτό τω Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξανόμενο κατά 2,50 εκατοστιαίες μονάδες.

ΕΞΑΙΡΕΙ από την εκποίηση την κύρια κατοικία της αιτούσας, ήτοι ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα που βρίσκεται σε συγκρότημα τριών κτιρίων κατοικιών με υπόγειο και ειδικότερα στο ισόγειο της Ε οικοδομής, το οποίο φέρει χαρακτηριστικό αριθμό .........., εμβαδού 73,63 τ.μ., το οποίο κείται εντός αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια της άλλοτε Κοινότητας Πολυχρόνου και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος Πολυχρόνου του Δήμου Παλλήνης του Νομού Χαλκιδικής και στη θέση "Καμπούδι", εκτάσεως 2.220 τ.μ., συνορευόμενο γύρω βόρεια με αμμώδη έκταση (παραλία Τορωναίου Κόλπου), νότια με την παλιά επαρχιακή οδό Πολυχρόνου Χαλκιδικής, ανατολικά με αγρό .......... και δυτικά με αγρό ........... Το παραπάνω ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα της αιτούσας δυνάμει του υπ’ αριθμόν .......... συμβολαίου αγοραπωλησίας ακινήτου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης .........., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα την 01-08-1983 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας Χαλκιδικής, στον τόμο .......... και αριθμό .......... σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμόν .......... Πράξη Κατάργησης της Διαλυτικής Αίρεσης του ιδίου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα την 10-01-1985 στα βιβλία μεταγραφών του ως άνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο .......... και αριθμό .........

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλλει επί πέντε (5) χρόνια μηνιαίως το ποσό των πεντακοσίων επτά ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (507,97 €), προς διάσωση της ως άνω κύριας κατοικίας της και προς προνομιακή ικανοποίηση των εμπραγμάτως εξασφαλισμένων απαιτήσεων της δεύτερης καθ’ ης με την επωνυμία «..........», κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας. Οι εν λόγω καταβολές θα αρχίσουν την 1η ημέρα του πρώτου μήνα τρία χρόνια και έντεκα μήνες μετά τη λήξη των καταβολών της προηγούμενης ρύθμισης και θα είναι καταβλητέες εντός των 10 πρώτων ημερών εκάστου μηνός, η δε αποπληρωμή θα γίνει χωρίς ανατοκισμό και με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά τα χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Κασσάνδρεια, στις 27 Οκτωβρίου 2015, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.