Skip to main content

Απόφαση 1271/2011 ΕιρΘεσ (Επίδομα 176€ ΔΥ)

Divider

Επίδομα των 176€ των Δημοσίων Υπαλλήλων. Δέχεται εν μέρει την αγωγή. Διατάσσει την καταβολή του επιδόματος προς τους ενάγοντες.

Με την κατωτέρω απόφαση δικαιώθηκαν οι πελάτες μας, στους οποίους δεν χορηγούνταν, ως υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, το προβλεπόμενο στα άρθρα 49 και 14 των νόμων 2956/2001 και 3016/2002 αντίστοιχα επίδομα ύψους 176 ευρώ. Ασκήθηκε από το γραφείο μας αγωγή στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο, η οποία έγινε δεκτή και διατάχθηκε η καταβολή σε κάθε έναν από τους πελάτες μας του ποσού των δύο χιλιάδων διακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ (2.288€), με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα που έγινε η επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΙΔΙΚΗ - ΕΡΓΑΤΙΚΑ

Αριθμός 1271/01-03-2011

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη .......... και τη Γραμματέα ...........

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 2 Νοεμβρίου 2010, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των διαδίκων:

ΚΑΛΟΥΝΤΕΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ: 1. ....................................., κάτοικος Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, 2. .................................., κάτοικος Συκεών Θεσσαλονίκης, 3. ..................................., κάτοικος Θεσσαλονίκης, 4. ........................................ κάτοικος Θεσσαλονίκης, 5. ......................................, κάτοικος Θεσσαλονίκης, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αθανάσιος Ρόζου (A.M.: 8229). Συμπαραστάθηκε η ασκούμενη δικηγόρος Καρίνα Πογκοσιάν.

ΚΑΘ' ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟ:Το Ελληνικό Δημόσιο, που νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο εκπροσώπησε ο δικαστικός αντιπρόσωπος .......... (A.M.: ..........).

Οι ΚΑΛΟΥΝΤΕΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ ζητούν να γίνει δεκτή η με αρ. εκθ. κατ. 7216/2009 αγωγή τους, την οποία επανέφεραν με την με αριθμό κατάθεσης 259/2010 κλήση του που απευθύνεται προς το Δικαστήριο αυτό για όσους λόγους επικαλείται σ' αυτή.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της και κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται για συζήτηση η κρινόμενη αγωγή με την υπ' αριθμ. καταθ. 259/2010 κλήση των εναγόντων, η συζήτηση της οποίας είχε ματαιωθεί κατά τη δικάσιμο της 6-10-2009 λόγω των εθνικών βουλευτικών εκλογών της 4-10-2009.

Η διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επομένως, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική.

Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε, στην περίπτωση κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών που θεσπίζεται από τα άρθρ.1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος, αφού τα δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται σύμφωνα με τα αρθρ. 87 παρ.1 και 2, 93 παρ.4 και 120 παρ.2 του Συντάγματος, να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη την έκταση της αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρμογή του νόμου που περιέχει την ευμενή ρύθμιση. Εάν τα δικαστήρια περιορίζονταν να κηρύξουν μόνο την αντισυνταγματικότητα της διατάξεως που εισάγει τη δυσμενή διάκριση, χωρίς να μπορούν να επεκτείνουν την ειδική ευμενή ρύθμιση και υπέρ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η δυσμενής διάκριση, τότε θα παρέμενε η αντισυνταγματική ανισότητα και δεν θα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία. Αυτό δεν αντίκειται στο άρθρο 80 παρ.1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο», διότι ο νόμος υπάρχει και είναι αυτός που περιέχει την ευμενή διάταξη (ολ. Α.Π.28/1992, 13/91, Α.Π. 60/2002). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 παρ.1 του Ν.2738/99, (ο οποίος εισήγαγε το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων), η συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου, λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως ιδίως είναι τα ζητήματα μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κλπ.) μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία. Κατά την παρ.2 του ιδίου άρθρου, η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α.: α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμισθούν κανονιστικός βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως των θεμάτων της συμφωνίας.

Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων κατά περίπτωση. Με το αρθρ. 14 του Ν.3016/2002 «για την εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις» ορίσθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής: '' 1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμοδίου υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του αρθρ. 13 του Ν.2738/1999 και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών υπεγράφησαν κατά το έτος 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγουμένης παραγραφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται εν όλω ή εν μέρει και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν.2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των 175 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές, όσον αφορά το προσωπικό των Ο.Τ.Α. και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4.Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας υπόψη για τη χορήγηση η μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των παροχών αυτών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγησή τους...

Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1-1-2002''. Δυνάμει της προαναφερθείσας εξουσιοδοτικής διατάξεως και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του Ελληνικού Δημοσίου με τους αντίστοιχους κλάδους υπαλλήλων (όπως προαναφέρθηκε, με την προαναφερθείσα εξουσιοδοτική διάταξη του αρθρ. 14 παρ.2 του Ν. 3016/2002, η ρύθμιση της παρ.1, δηλαδή της χορήγησης της ειδικής παροχής, μπορούσε να επεκτείνεται και στο προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών, του αρθρ. 13 του Ν.2738/1999), εκδόθηκαν πολλές κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ), με τις οποίες χορηγήθηκε η παραπάνω χρηματική παροχή, ύψους 88 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 και 176 ευρώ από 1-7-2002, σε όλους σχεδόν τους επί σχέσει δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους του Ελληνικού Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ., των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997 "αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις". Ειδικότερα, εκδόθηκαν πενήντα πέντε (55) συνολικά κοινές Υπουργικές Αποφάσεις και επί πλέον, 1) με τη 2/44212/0022/Φ.Ε.Κ. Β' 1266/27-9-2002 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του αρμόδιου Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή σε όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και με τη 2 / 35486/0022 / Φ.Ε.Κ. Β' 1081/4-8-2003 ΚΥΑ των προαναφερθέντων, η οποία συμπληρώθηκε με τη 2/55350/1022/ΦΕΚ Β 173/24-11-2003 όμοια, χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή σε όλους τους υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ. που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από το Ν.2470/1997, δηλαδή στους υπαλλήλους του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου, του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, της Ελληνικής Οδοντιατρικής Εταιρίας, της Μέσης Τεχνικής Επαγγελματικής Σχολής Αθηνών "Α.ΦΛΕΜΙΓΚ" και όλων των Πε.Συ. Υγείας της Χώρας.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η μισθολογική αυτη παροχή χορηγήθηκε σε όλους χους μονίμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους των ανωτέρω Υπουργείων, Οργανισμών, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις ίου Ν.2470/97, καθώς και στους αποσπασμένους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. και λοιπά Ν.Π.Δ.Δ.. Όλες οι προαναφερθείσες ΚΥΑ έχουν ουσιωδώς όμοιο περιεχόμενο: Επικαλούνται τις διατάξεις των αρθρ.14 του Ν.3016/2002 και 1 του Ν.3029/2002, καθορίζουν το ποσό της ειδικής παροχής σε 88 ευρώ από 1-1-2002 και σε 176 ευρώ από 1-7-2002, ορίζουν ότι η καταβολή αυτής εξακολουθεί και κατά το χρονικό διάστημα των θεσμοθετημένων αδειών (κανονικών, συνδικαλιστικών, εκπαιδευτικών, λοχείας, κινήσεως κλπ.), ότι υπόκειται στις συνήθεις κρατήσεις των επιδομάτων και ότι συνεντέλλεται με τις μηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων και αναφέρουν ως δικαιούμενους της αρχής όλους τους υπαλλήλους της αντίστοιχης υπηρεσίας που αφορά η απόφαση, χωρίς μνεία κάποιου λόγου ή αιτίας που δικαιολογεί τη χορήγηση της ειδικά στους εν λόγω υπαλλήλους. Ενώ δηλαδή η χορήγηση της μηνιαίας ειδικής παροχής του αρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 προβλέφθηκε προκειμένου να εξομαλυνθούν οι μισθολογικές διαφορές υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν λαμβάνουν πρόσθετες μισθολογικές παροχές, με τις προαναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή χωρίς να γίνεται στις διατάξεις τους η συγκεκριμένη αναφορά ότι δεν λαμβάνουν πράγματι πρόσθετες μισθολογικές παροχές. Έτσι με τη χορήγηση της αμοιβής αυτής και μάλιστα σε ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα σε μεγάλο αριθμό υπαλλήλων που αφενός δεν πληρούσαν αποδεδειγμένα την εν λόγω προϋπόθεση και αφετέρου ευρίσκονταν σε τελείως απέκτησε το χαρακτήρα μισθολογικής παροχής που προσαυξάνει, χωρίς άλλη προϋπόθεση, το μισθό όλων ανεξαιρέτως των υπαλλήλων του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και Ν.Π. Δ. Δ., που αμείβονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης. Εξάλλου, με το άρθρο 24 παρ.2 του Ν.3205/2003 "μισθολογική ρύθμιση λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις", ορίσθηκε μεταξύ άλλων ότι ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημιόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου κατ' εξουσιοδότηση του αρθρ. 14 του Ν.3016/2002 ως ειδική παροχή, διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημιώσεως ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του αρθρ. 12 του παρόντος νόμου, από της ενάρξεως δε ισχύος του νόμου αυτού (1-1-2004) οι ανωτέρω ΚΥΑ καταργούνται (βλ. και αρθρ. 28 παρ.4 του ιδίου νόμου). Επομένως, η διαδοχική χορήγηση της ειδικής παροχής του αρθρ. 14 του Ν.3016/2002 σε όλους σχεδόν τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. που αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, αδιακρίτως του φορέα, της φύσεως, του είδους και των συν€ εργασίας αυτού, κατέστησε την παροχή αυτή προσαύξηση του μισθού. Έτσι, κάθε υπάλληλος αμειβόμενος σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές δικαιούται, κατ' εφαρμογή της αρχής της ισότητας, να λαμβάνει ως τμήμα του μισθού του την εν λόγω παροχή, την οποία μόνο από 1-1-2004 (έναρξη ισχύος του Ν.3205/2003) και εντεύθεν δεν δικαιούται να λαμβάνει ή λαμβάνει μειωμένη, εφόσον αποδειχθεί ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος λαμβάνει κάποια πρόσθετη μισθολογική παροχή σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθρ. 14 του Ν.3016/2002 ή του χορηγήθηκε κάποια νέα παροχή ή αυξήθηκε το κίνητρο απόδοσης (Α.Π.93/2009 - Τράπεζα Νομικών πληροφοριών — Νόμος).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν.2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους" η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου η στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεως της. Η εν λόγω διάταξη ως ειδικότερη της διάταξης του άρθρου 91 εδ. α' του παραπάνω νόμου, όπου προβλέπεται ότι η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από του τέλους του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, κατισχύει έναντι της τελευταίας (Α.Ε.Δ 32/2008 Τ.Ν. Π. Νόμος). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 94 του παραπάνω νόμου η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια.

Οι ενάγοντες εκθέτουν στην κρινόμενη αγωγή τους ότι ήταν υπάλληλοι του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και υπηρετούσαν στη Δ/νση Πυρ/κών Υπηρεσιών Θεσ/νίκης με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα ο πρώτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος ως εργάτες πυρόσβεσης και ο δεύτερος και ο τρίτος ως οδηγοί πυροσβεστικών οχημάτων υπαγόμενοι μισθολογικό στο καθεστώς του ενιαίου μισθολογικού πλαισίου που διέπει τον ευρύτερο Δημόσιο τομέα, τους Ο.Τ.Α και τα Ν.Π.Δ.Δ, όπως αυτό καθιερώθηκε αρχικά με το Ν. 2470/1997 και ίσχυσε από 1-1-1997 και στη συνέχεια με το Ν. 3205/2003, ο οποίος ισχύει από 1-1-2004. Ότι παρά την παραπάνω απασχόλησής τους το εναγόμενο δεν τους καταβάλει το προβλεπόμενο στα άρθρα 49 και 14 των νόμων 2956/2001 και 3016/2002 αντίστοιχα επίδομα ύψους 176 ευρώ κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ 1 του Συντάγματος, καθότι κατ' εξουσιοδότηση των παραπάνω τελευταίων νόμων εκδόθηκαν οι αναφερόμενες σ' αυτή υπουργικές αποφάσεις με τις οποίες χορηγείται το εν λόγω επίδομα στους περισσότερους υπαλλήλους και εργαζομένους του Δημοσίου.

Με βάση τα παραπάνω ζητούν οι ενάγοντες να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον καθένα τους το ποσό των 4664 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας που ισχύει μεταξύ των ιδιωτών από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Η αγωγή με το περιεχόμενο αυτό αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (αρθρ. 14 παρ 1 εδ α' και 663 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα νομική σκέψη. Ακόμη σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη μείζονα σκέψη τα αιτούμενα ποσά που αντιστοιχούν στα χρονικά διαστήματα τα προγενέστερα της 29-5-2007 έχουν παραγραφεί λαμβανομένης υπόψη της σχετικής ένστασης αυτεπάγγελτα, διότι από τότε που γεννήθηκαν οι επίδικες αξιώσεις, όπως αυτές εξιστορούνται με λεπτομέρεια στο αιτητικό της αγωγής και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή τους μέχρι το χρόνο ασκήσεως της αγωγής (επιδόθηκε στον εναγόμενο 29-5-2009) παρήλθε πλήρης διετία. Επομένως κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη και δεν έχουν παραγραφεί οι αξιώσεις των εναγόντων πρέπει να ερευνηθεί η ουσιαστική βασιμότητά της.

Από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς και από όλη τη διαδικασία αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα εξής: Οι ενάγοντες κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή ημερομηνίες υπηρετούσαν ως υπάλληλοι του εναγομένου «Ελληνικού Δημοσίου» στη Δ/νση Πυρ/κών Υπηρεσιών Θεσσαλονίκης δυνάμει συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, ο πρώτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος ως εργάτες πυρόσβεσης και ο δεύτερος και ο τρίτος ως οδηγοί πυροσβεστικών οχημάτων και υπάγονταν στο ενιαίο μισθολογικό πλαίσιο που διέπει τον ευρύτερο τομέα του Δημοσίου, τους Ο.Τ.Α και τα Ν.Π.Δ.Δ, όπως αυτό καθιερώθηκε και ίσχυσε από 1-1-1984 και εντεύθεν με to Ν.1505/1984, από 1-1-1997 με το Ν. 2470/1997, από δε 1-1-2004 και σήμερα με χο Ν. 3205/2003, δικαιούμενοι σε όλες χις παροχές που προβλέπονχαι και χορηγούνχαι με αυχούς. Το δικαίωμά τους δε αυτό είναι νόμιμο για το λόγο όχι η επίδικη παροχή, σύμφωνα με χα εκτενώς διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, έχει χορηγηθεί σε ευρείες και ετερόκλιτες κατηγορίες μισθωτών επί σχέσει δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, υπηρετούντες σε πλείστες καχηγορίες υπηρεσιών της Δημόσιας Διοίκησης και Ν.Π.Δ.Δ, χωρίς ειδικές προϋποθέσεις και χωρίς οποιαδήποτε συνάρτηση προς το είδος ή το εύρος της παρεχόμενης εργασίας, με μόνη προϋπόθεση την υπαγωγή των εργαζομένων στο ενιαίο μισθολόγιο, με αποτέλεσμα η χορήγησή της να έχει προσλάβει το χαρακτήρα προσαύξησης μισθού. Καχά συνέπεια και επειδή η εξαίρεση καχηγορίας εργαζομένων, οι οποίες τελούν υπό τις αυτές μισθολογικές συνθήκες, από την απόληψη της παροχής αυτής, ως στερούμενη αιτιολογικού ερείσματος, συνιστά αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση αυτών έναντι των ρητώς κατονομαζομένων ως δικαιούχων υπαλλήλων και οδηγεί σε ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας (αθρ. 4 του Συντάγματος) για την αποκατάσταση δε της συνταγματικής αρχής της ισότητας, πρέπει να εφαρμοστεί και για εκείνους σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για τις κατηγορίες εργαζομένων υπέρ των οποίων θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση. Ενόψει δε των παραπάνω πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ' ουσίαν βάσιμη και να επιδικαστούν σε κάθε ενάγοντα οι ένδικες χρηματικές αξιώσεις του από την ανωτέρω πρόσθετη μηνιαία αμοιβή ανερχόμενες στο ποσό των 2288 ευρώ στον καθένα ήτοι από 1-6-2007 έως 31-10-2007 και από 1-4-2008 έως 30-11-2008= 5 + 8= 13 μήνες χ 176 ευρώ = 2288 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ακόμη, το αίτημα περί καταβολής τόκων όχι με το νομοθετικά καθορισμένο για το Δημόσιο επιτόκιο υπερημερίας, αλλά με το γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας,πρέπει να απορριφθεί, διότι η ρύθμιση με την οποία ορίζεται ότι στην περίπτωση χρηματικής οφειλής του Δημοσίου αυτό υποχρεούται στην καταβολή νομίμων τόκων υπερημερίας ποσοστού 6 %, δικαιολογείται από λόγους γενικότερου , δημοσίου συμφέροντος δεν αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ (Ολ ΑΠ 3/2006). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων (αρθρ. 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ (2.288€), με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα που έγινε η επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 1 Μαρτίου 2011, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.